Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟ ΤΕΡΑΣ



"Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟ ΤΕΡΑΣ"

                                 
                                        του Γιώργου Δ. Λεμπέση



Είμαι στα όρια να μην πέσω -ένας Θεός ξέρει με τι κουράγιο κρατιέμαι στο χώμα. Με τι ψυχή δεν αφήνω το σώμα μου να φτάσει και πάλι στην αρχή. Πόσα ψέματα να πω στον εαυτό μου για να μην τον δω να σωριάζεται με βάρος χρόνων, στο σκληρό πάτωμα;
Σε βλέπω που μου κουνάς το δάχτυλο. Καιρό τώρα σε παρακολουθώ μέσα από παράθυρα και παραβάν ασφαλείας. Σε διαβάζω με δαγκωμένα τα χείλη σε μια μοντέρνα πλατφόρμα που μοιάζει τώρα τελευταία με ψηφιακό χαράκωμα, γεμάτο πρόσωπα, χρώματα κι εικόνες.
Στην αρχή πήγα να σε συμπαθήσω, σχεδόν να σε συγχωρήσω για τα μεγάλα λάθη. Για τα λευκά ψέματα και για την παιδική σου αφέλεια, που σαν αρρώστια σε χτύπησε όταν ήσουνα 30. Τώρα μεγάλωσες κι είπα να τα αφήσω αυτά στο παρελθόν, να δω με άλλο μάτι το «γιατί» και το «διότι» που μεθυσμένος μου μάθαινες καθώς πλησίαζε ο αιώνας.
Μα έπαψες να με πείθεις κι έτσι σταμάτησα να σε πιστεύω. Σταμάτησα να σε συγχωρώ κι άρχισα στην κόψη της διαδρομής να σε λυπάμαι. Να σε λυπάμαι και να σε μισώ ταυτόχρονα, κι έτσι, πριν πέσω απ την κορφή θέλω να το ξέρεις.
Θυμήσου πώς ήταν η γιορτή. Σκέψου ξανά αυτό το γλέντι που κρατούσε χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Ποτά, γυναίκες, λουλούδια και πλαστικά ποτήρια. Γέμιζες την κοιλιά σου μα δε χόρταινες. Τάιζες το τέρας κι αυτό σε έφτυνε στη μούρη, μα εσύ δεν είχες χρόνο για ηττοπάθειες. Αρκετές ενοχές σε είχε ποτίσει η περασμένη εποχή και έτσι αρνιόσουν πεισματικά να δεις τι κάνεις. Παρά μόνο πλούτιζες και έτρωγες μέσα σε άχαρες διαφημίσεις, πάνω σε πίστες άκομψες και σε καλές ειδήσεις. Αυτοπροσδιορισμός για σένα ήταν η τιμή στο πίσω μέρος του σακακιού και ο λογαριασμός στο τέλος ακόμα μιας νύχτας. Το ποιος ήσουν στο έλεγαν οι κάρτες και τα ταρό ενώ το πόσο πλούσιος είχες γίνει το μάθαινες απ τις εγκρίσεις των δανείων. Ματαιόδοξος φαφλατάς, σπουδαίος  κληρονόμος πατέρα καριερίστα, καταπιεσμένος καλλιτέχνης, κροίσος μεροκαματιάρης.
Και τώρα έχεις το θράσος να θες να κατέβω από εκεί που μ’ έβαλες. Να μαζέψω εγώ όλη τη γιορτή, να πλύνω και τα πιάτα. Ψυθιρίζεις με ασχήμια πως φταίω κιόλας που δεν πολεμάω δίπλα σου για να σωθεί ακόμα μια φορά το τομάρι σου. Γιατί όσο κρατούσε η γιορτή, με έστελνες σχολείο, γεμίζοντας το μυαλό μου με ψέματα και επιφανειακές ανακρίβειες, ενισχύοντας αυτή τη μουτζούρα με θεωρίες εργασιακής σιγουριάς, κουτοπονηριάς και έντονης τσαπατσουλιάς. Τότε δεν είχες το χρόνο να παλέψεις, ούτε να με γλιτώσεις απ’ αυτό που θα ‘ρχότανε. Τότε, είχες γεμάτο στομάχι κι εγώ ήμουν μια μικρή πέτρα στο βουνό. Ούτε θεό, ούτε πατρίδα ήξερες, μα ούτε καν ποιος είσαι. Ίσως καμιά φορά ν’ αντικατόπτριζες το τέρας, μα φρόντιζες πάντα να σπας τον καθρέφτη και να κοιτάς αλλού.  Να κρύβεις ό,τι σε έκανε φτωχότερο μέσα σε συνδικαλισμούς και σε φατρίες. Μέχρι και οι εξεγέρσεις σου εξυπηρετούσαν το πρόγραμμα του πιο μεγάλου τέρατος. Μα τώρα που σκαρφάλωσα κι άρχισα να γίνομαι βράχος, βλέπω πιο καθαρά αυτήν την πόλη που άλλοτε με τα ρουθούνια σου τσουρούφλιζες με κάθε ανάσα. Την έχεις κάψει και μου ζητάς να τη ζωγραφίσω ξανά, μετανιωμένος, αλλά και πάλι θρασής. Ούτε συγγνώμη δε βγαίνει απ τη μουσούδα σου μα ψάχνεις για συμμάχους. Να ξαναχτιστεί απ’ την αρχή ό,τι κατέστρεψες με την ελπίδα να παραγραφούν οι αμαρτίες σου. Μόνο η καταστροφή, ακόμα και στη γέννα, σε κάνει να χορταίνεις. Όμως δε σε πιστεύω πια και ούτε θέλω να σε ξέρω. Δεν είμαι τέρας εγώ κι αν θες τη συμβουλή μου, καλύτερα να σωπάσεις και να με αφήσεις να φτιάξω μόνος μου αυτό το σπίτι. Κι αν ακόμα δεν έχεις την αξιοπρέπεια και το θάρρος να αποσυρθείς, τότε κάνε μου μια τελευταία χάρη και μείνε μακριά μου. Άσε με χωρίς παρεμβολές, να διαλέξω μόνος μου κι ελεύθερος σαν πέτρα, το δικό μου αξιοπρεπή θάνατο.                  


 «Αφιερωμένο στα τέρατα της μεταπολίτευσης»

021112