Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Γιώργος Δ. Λεμπέσης

«ΠΕΡΙ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑΣ»


Είναι άραγε οι άνθρωποι κακοί; 
Ξέρω πως η κληρονομιά τους είναι γεμάτη αίμα και λιγίσματα, όμως δεν μπορώ να νιώσω αυτή τη σκοτεινιά. Όταν αγαπάνε, όταν ενώνονται, όταν συγχωρούν, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι μολυσμένο μέσα τους. Ακόμα κι όταν εκείνοι, γεμίζουν χαρακιές τον άνθρωπο  τους δεν μπορώ να πω με σιγουριά, πως είναι κακοί, πως ασχημαίνουν.

Λένε, πως  γίνονται γοητευτικότεροι οι άνθρωποι τις στιγμές που προσπαθούν. Πως αυτό που τους κάνει να ομορφαίνουν, είναι η επιθυμία τους να ξεφύγουν απ’ αυτή την κληρονομία. Η ανάγκη κι ο αγώνας τους να γίνουν καλύτεροι, να πετάξουν από πάνω τους τον θάνατο.

Ίσως, όντως, να μην είμαστε κακοί. Ίσως να μην έχουμε πρόθεση να πληγώσουμε ή να προδώσουμε κανέναν. Κι ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, όλα αυτά που μας κάνουν να πατάμε τους όρκους της αγάπης, να είναι απλά η αντίσταση σ’ αυτή τη συμπαντική συμφωνία, που φορεμένη πάνω μας από την πρώτη ανάσα, περιμένει το τέλος μας, για να εκπληρωθεί. 

Είμαστε πλάσματα, φτιαγμένα από τα περισσεύματα των θαυμάτων. Κεντημένοι με πάθη κι αντιφάσεις, γυαλισμένοι μ’ αισθήματα και απορίες.
Προγραμματισμένοι για λύτρωση, εκπαιδευμένοι για αυτοκαταστροφή.
Και πριν τo θαύμα, πριν τη ζωή, μια συμφωνία που μας δίνει το δικαίωμα της ύπαρξης, μόνο με έναν όρο. Τη φθορά.
"Θα γίνεις ζωή, όμως θα φθείρεσαι μέχρι να ξεχρεώσεις. Θα είσαι το θαύμα, όμως θα χαλάς κάθε μέρα, ώσπου να στερέψεις”. 
Γι’ αυτή τη συμφωνία μιλάω. Τη σύμβαση της ύπαρξης, που λέει ξεκάθαρα, πως για να ζεις, θα πρέπει να φθείρεσαι. 
Γι’ αυτή τη συμφωνία, που άλλοι τη λένε μοίρα, άλλοι Θεό, άλλοι τύχη και κάποιοι ευκαιρία.

Και γιατί απιστούν; Γιατί προδίδουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλον; Ποιος δαίμονας τους βάζει κι όλο καρφώνουν τυφλωμένοι τις σάρκες τους;

Όσο περνούν τα χρόνια, κι όσο αυτή η συνθήκη εμφανίζεται όλο και πιο πολύ στον καθρέφτη μας, δέσμιοι και φοβισμένοι, ψάχνουμε τρόπους διαφυγής. Μικρές ευκαιρίες απόδρασης μήπως και καταφέρουμε έστω και για λίγο, να ξεφύγουμε απ’ τη φθορά. Λες κι έτσι, θα γλιτώσουμε από τη σύμβαση της ίδιας μας της ύπαρξης. Λες κι έτσι θα γλιτώσουμε απ’ τον θάνατο.

Λίγο-λίγο, φορτωνόμαστε χαρακιές και λυγίσματα, μέχρι να βρούμε κάποιον, να μοιραστούμε τη φθορά μας. Τον άνθρωπο μας, αυτόν που θα συγχωρεί και θα ανέχεται την αποδόμηση μας και ως αντάλλαγμα θα συγχωρούμε και θα ανεχόμαστε τη δική του. 
Πόσο αγάπη πρέπει να υπάρχει για να δεχτείς τη φθορά του άλλου και πόσο δύναμη για να δεχτείς, πως μόνο εσύ θα φθείρεσαι στα μάτια του συντρόφου σου.
Είναι δύσκολο τη στιγμή της ωραιότητας να δεχθείς πως ο ασυμβίβαστος ερωτισμός θα γίνει μια μέρα συνήθεια. Κι έτσι γινόμαστε ζευγάρια κι ανταλλάσσουμε όρκους αιώνιας αφοσίωσης.

Ύστερα, όμως, λοξοδρομούμε. Όταν οι μέρες αρχίζουν και μοιάζουν, κοιτάμε αλλού. Κι όταν οι λέξεις αρχίζουν και μοιάζουν, χάνονται τα βλέμματα κι όταν οι ήχοι δεν ακούγονται καν, ένας άλλος άνθρωπος, παίρνει τον ρόλο του αθάνατου. Αυτού που κρατάει την υπόσχεση πως δίπλα του, θα γινείς κι εσύ ξανά άτρωτος, ωραίος, νέος. Μπαίνει στη ζωή ο άνθρωπος που θαρρείς πως δεν θα φθαρεί ποτέ, και πως δίπλα του, παρακάμπτεις κι εσύ την αρχική συμφωνία. Πιστεύεις πως κοντά του, ούτε κι εσύ θα φθαρείς ποτέ.

Γι’ αυτό και απιστούμε. Γι’ αυτό γινόμαστε σκληροί και πυροβολούμε τις ερωτικές επιλογές μας, αποδομούμε τον άνθρωπο που σε κάποιο σημείο του δρόμου, βλέπαμε πάνω του μόνο την ωραιότητα. Αλλά τι είναι μια ωραιότητα μετά την αποδόμηση της; Όταν τη συνηθίζεις; Είναι φθορά η αποκάλυψή της. Είναι η επιστροφή στη συμφωνία. Συνειδητοποιούμε ότι ο δρόμος οδηγεί στο τέλος. Και για πες μου, σε ποιον αρέσει το τέλος; Έτσι συνδέουμε τη συνήθεια με την αποπληρωμή αυτής της σύμβασης. Κι έτσι αυτός που μας ενεργοποιεί αυτή τη θύμηση , γίνετε αυτομάτως, φταίχτης και κατάδικος. Υπεύθυνος για την όποια μορφή ασχήμιας που κολλάει στο σώμα και στο νου.
Ίσως γι’ αυτό να λέει κι η θρησκεία, ου μοιχεύσεις. Ίσως είναι ο φόβος της μήπως και ξεφύγουμε απ’ τη θεϊκή συμφωνία.

Κι αν καμιά φορά το ‘σκαμε από αυτή τη συμφωνία και θέλουμε στα μάτια κάποιου άλλου να γίνουμε εμείς οι άφθαρτοι, είναι γιατί έχουμε στο αίμα μας το φευγιό. Έχουμε στο αίμα μας την κίνηση, την αλλαγή. Μα όταν κι αυτή η αλλαγή γίνει γριά, θέλουμε κι αυτή να την αλλάξουμε. Τότε διπλά προδομένοι, γυρίζουμε στη γνωστή φθορά μας, υποτελείς μα ζωντανοί, να εκπληρώσουμε την αρχική συμφωνία. 

Ένα φευγιό, ένα σκασιαρχείο από τη φθορά είναι τελικά η απιστία. Όχι ανάσα, ούτε άδεια εξόδου σε βαρυποινίτη. Φευγιό που για να ‘χει αξία, θα πρέπει μέσα του να στήνεις τον πιο σπουδαίο γυρισμό. Γιατί η συμφωνία είναι συμφωνία και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτή. 
Όπου κι αν πας λοιπόν, όσες ομορφιές κι αν λαχταρίσεις, θυμήσου πως όλοι γύρω σου φθείρονται και χαλάνε. Θυμήσου πως κανείς δεν κατάφερε να κρύψει ή να κρυφτεί από αυτό. Πως το μόνο που έχει αξία κι αυτό που μένει τελικά, είναι να διαλέξεις σωστά, με ποιον θα μοιραστείς τη φθορά σου. Ποιος θα είναι αυτός, που δε θα ντραπείς να λυγίσεις μπροστά του, και που η ωραιότητα του θα χαθεί μαζί με τη δική σου. Για όλους τους άλλους θα είστε η αμαρτία, το άπιαστο, το ιδανικό, όμως ο ένας για τον άλλον θα είστε άλλη μια μέρα, θα είστε αγάπη και φως, θα είστε η προσπάθεια που μας κάνει ομορφότερους. 
Γι’ αυτό σου λέω, ίσως δεν είναι σκοτεινιά αυτό που περιγράφω, γιατί αν αγαπιούνται οι άνθρωποι, μοιάζει με  τέχνη η φθορά. Κάθε σημάδι της και κάθε χαρακιά, είναι ένας λόγος για να αντέχεις. Είναι ένα χέρι για να πιαστείς , μια καληνύχτα για να συνηθίζεις τις νίκες. 
Κι αν αντέξουν οι φθορές κι αν μπορούν να συνυπάρξουν οι σιωπές μας, τότε μια νέα συμφωνία θα εμφανιστεί και  θα 'ναι η απόδειξη πως όσο σκληρή κι αν είναι η φθορά , τόσο κι άλλο τόσο όμορφη είναι η ζωή που συμφωνήσεις να ζήσεις. Κι έτσι οι άνθρωποι, μόνο κακοί δε θα 'ναι τελικά κι έτσι θα βγάζε νόημα κι αυτή η συμφωνία.
Μα πιο κοντά στα μέτρα των ανθρώπων, θα βγαζε νόημα αν η ανάγκη για φευγιό, κρατούσε το σώμα σε τροχιά, το νου σε μόνιμη ξαγρύπνια. Όσο ο κύκλος θα μένει ζωντανός, μέχρι ο άνθρωπος, να συγχωρέσει την αμαρτία, αυτή η ανάγκη θα είναι χαραγμένη στο δέρμα.
Κι έτσι κάθε φορά, λίγο πριν τη φθορά, λίγο μετά την απιστία, χωρίς να περιμένεις απαντήσεις θα ρωτάς...είναι άραγε οι άνθρωποι κακοί?    
  











Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

“ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ"

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΛΕΜΠΕΣΗΣ

«ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ»


Κατέβασα τα στόρια του γραφείου κι άρχισα να μιλάω στη σιωπή μου. Ούτε η πόλη που βρίσκεται κάτω απ’ τα πόδια μου και μοιάζει σαν να τσουλάει αργά προς τη θάλασσα δε με ενδιαφέρει πια. Λες και τα μάτια μου απεργούν και δεν αφήνουν τίποτα και κανέναν να περάσει, λες και τα μάτια μου φωνάζουν πιο πολύ απ’ την ψυχή, πιο πολύ από τη γλώσσα, σα μια τελευταία προσπάθεια να παραμείνουν στη ζωή.
Ίσως τελικά να μην είμαι καλός στην επικοινωνία και στη διαχείριση, υλικών και άυλων. Ανθρώπων και στρατηγικών. Ίσως να μην έχω καν το ταλέντο να αποχωρίζομαι τις ατέλειες μου, να βελτιώνω λάθη και αστοχίες. Ίσως να μην είμαι καλός ηγέτης, να μην εμπνέω τους ανθρώπους , να μην κάνω καν ωραία πράγματα για εκείνους. Να μην μπορώ να μεγαλώσω το παιδί που έφερα στον κόσμο μα πιο πολύ να μην μπορώ να συντηρήσω το παιδί που ζει μέσα μου από πάντα. Και χωρίς αυτό, δεν μπορώ να στηρίξω κανέναν άλλον. Χωρίς αυτή τη συγχώρεση θα είμαι πάντα ένας κοιμισμένος άνθρωπος, που σα ζητιάνος θα γυρεύει να γίνει αυτοκράτορας μην μπορώντας να δει, πως αυτό που ζητάμε μέσα στα όνειρα παύουμε να το ζητάμε και αφυπνιζόμαστε, μόνο όταν δούμε στ’ αλήθεια τι είμαστε. Ένας αυτοκράτορας, δε ζητάει ποτέ να γίνει αυτοκράτορας, κι αυτήν την αλήθεια την ξέρει μέσα μας μόνο αυτό το παιδί.
Ίσως τελικά να μην είμαι τίποτα το σπουδαίο, τίποτα απ’ ό,τι ακούω ότι είμαι. Μάλλον έχω εγκλωβιστεί σε κάποια εικόνα. Όπως συμβαίνει με κάθε καλοστημένη φωτογραφία που δεν αποτυπώνει τον μέσα εαυτό, αλλά αυτόν με τις μάσκες και το έντονο μακιγιάζ.  Που άλλος στέκει μπροστά στον καθρέφτη κι άλλο είναι το είδωλο που τελικά εμφανίζεται. Άλλος βγαίνει στη φωτογραφία γιατί ο αληθινός εαυτός κοιμάται και ξεχνιέται, κατρακυλώντας στο περιθώριο και σιγά-σιγά, έξω από την πόρτα.
Έτσι, άρχισαν τα βλέμματα να σκήβουν κι αυτή η ολάνθιστη οπτική όλο και πιο πολύ να μαραζώνει. Άρχισαν τα χρώματα να κρύβονται πίσω απ’ τα βουνά και η χαρά που πάντα όριζε τις σκέψεις, έπεσε σαν από μάγια σε βαθύ ύπνο.
Πώς όμως μπορώ να αρνηθώ μια τέτοια πτώση; Πώς μπορώ να αδικήσω αυτήν την παραίτηση όταν τα πάντα γύρω αποκαλύπτονται; Βγάζουν τη σάρκα τους, φτύνουν αίμα και χολή. Κι όλο ασχημαίνουν οι άνθρωποι κι αγριεύουν οι άνεμοι. Ούτε ο καιρός δεν βοηθάει που μες στην προσπάθεια του να κρατήσει Δεκέμβρη μήνα τον ήλιο ψηλά, κάνει τα πάντα να φαίνονται ακόμα πιο καθαρά. Μα το χειρότερο δεν είναι πως όπου κι αν κοιτάξω βλέπω πίσσα και φωτιά. Δεν είναι που βλέπω τον δαίμονα των κοιμισμένων ανθρώπων να έχει πάρει τα κλειδιά της καστρόπορτας, ούτε που αυτή η σκληρή κληρονομία που κουβαλάμε ζητάει κι άλλο θάνατο κι άλλη σφαγή. Δεν είναι μόνο που στα μάτια μου ξεβράζονται νεκρά παιδιά ούτε που στη χώρα μου αγαπάμε τους προδότες. Είναι που κάποτε, ήμουν ένα σπίτι. Έμπαινε κόσμος, γέμιζε φωνές. Ζούσαν μέσα του οράματα, σχέδια κι όλου του κόσμου οι προοπτικές μύριζαν ελευθερία. Μούδιαζα στην ιδέα πως θα ‘σβηνε το φως όμως δεν προλάβαινα να φοβηθώ γιατί όλο και κάποια γιορτή ζωντάνευε ξανά. Με φρόντιζα, με γέμιζα οξυγόνο και συνεχώς μου υποσχόμουν πως ο δρόμος είναι μπροστά, πως οι στιγμές είναι στα χέρια μου και πως αυτό που έρχεται θα κάνει τη ζωή να αξίζει επηρεάζοντας όλο και πιο πολλούς ανθρώπους.
Αυτό το σπίτι δεν ενοχλούσε, δεν έκρυβε τη θέα κανενός, δεν ήταν παράνομο. Όμως μια νύχτα έπεσε πάνω του μια βόμβα μεγαλύτερη απ’ το σπίτι και πιο δυνατή από τις βάσεις του. Κι έτσι το σπίτι έπεσε, κατέρευσε και σκόρπισε σε όλα τα σημεία της γειτονιάς. Αλλού πήγε το όραμα, πιο κάτω οι χαρές. Κάπου στο βάθος τα όνειρα κι οι άνθρωποι που μέχρι χθες μπαινόβγαιναν ,θαφτήκανε στα συντρίμμια. Κι είπα να σηκωθώ, να χτίσω πάλι αυτό το σπίτι όμως γκρεμίστηκαν και σκόρπισαν όλα μου τα χέρια. Κάθε φορά που έκανα να δω, να τα μαζέψω, άκουγα από τα διπλανά συντρίμμια: «Μην κοιτάς εκεί, δεν έχει τίποτα», «Μην ψάχνεις άλλο, όλα τελείωσαν» «τι κάθεσαι και κάνεις εδώ, φύγε. μυρίζουν οι νεκροί» .
Έτσι φόρτωσα στο σώμα μου ακόμα μερικά λυγίσματα, μην μπορώντας πια να σηκωθώ. Τόσα λυγίσματα που δεν δε θέλω πια να σηκωθώ. Κι αν γύρω μου κοιμούνται ακόμα άνθρωποι που με φιλοξένησαν, θα τους ζητήσω συγγνώμη από καρδιάς, όσο ακόμα αντέχει και χτυπάει. Θα τους πω πως δεν μπορώ πια να τους ταλαιπωρώ με όμορφα και άσχημα, πως δεν είμαι άξιος πια να τους θυμώνω, να τους συγχωρώ, να τους φιλιώνω προσπαθώντας άλλη μια φορά να ξανά στεριώσω αυτό το σπίτι. Τους αγαπάω πολύ για να μπορώ να τους ανέχομαι, τους χρειάζομαι πολύ για να μπορούν να με πληγώνουν. Με νίκησαν μοίρες που δεν κάλεσα, με γκρέμισαν φωτιές που δε ζεσταίνουν.
Κι έτσι, την τελευταία μου δύναμη  θα την κρατήσω για μένα. Για να κάνω αυτό που μέσα απ’ τα συντρίμμια, φωνάζουν τα μάτια μου. Αυτό που για πρώτη φορά ξέρω πως θέλω και πως έχω ανάγκη όσο ποτέ. Κι αν κάποιοι δεν το καταλάβουν τότε ας με διαβάσουν καλύτερα, γιατί μπορεί να μην ήμουν σε τίποτα καλός, όμως όταν χάραζα φαράγγια στο χαρτί, είχα πάντα κάτι να σου πω.
Και τώρα αντίο, νιώθω καλά, μπορώ να γίνω όποιος θέλω, μπορείς να με φωνάζεις με όποιο όνομα θέλεις, έτσι κι αλλιώς έπαψα να σ ακούω.


Σταματήστε λοιπόν για μια στιγμή τον κόσμο..  Θέλω να κατέβω.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

ΤΑ ΕΠΤΑ ΠΙΝΕΛΑ


ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΛΕΜΠΕΣΗΣ

ΤΑ ΕΠΤΑ ΠΙΝΕΛΑ 


Η Μελίνα, λάτρευε τα πινέλα από μικρή. 
Από τόσο δα κοριτσάκι, τότε που ακόμα οι κοτσίδες της με το ζόρι ακουμπούσαν το λαιμό της, μάζευε από όπου έβρισκε πινέλα. 
Κάθε λογής, χνουδωτά, μυτερά, φουντωτά, λεπτά, με ρίγες, με βούλες ακόμα και κάποια πιο γέρικα, που ζήτημα αν έστεκαν στο λεπτό ξυλάκι τους πέντε τρίχες, ήταν μέρος της παράξενης συλλογής της.

Μια μέρα, και αφού τα χρόνια περάσει κι είχαν φέρει στο δερμάτινο βαλιτσάκι της κάμποσα πινέλα, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στην παλιά της γειτονιά στην οδό Καβαλέτου, κοντά στην παραλία του βορρά . 
Εκεί, στεκόταν για λίγο ακόμα μια τεράστια αποθήκη που κάποτε φιλοξενούσε μέσα της ένα σωρό αντικείμενα. Από παιχνίδια , μέχρι είδη για το σπίτι ακόμα και σχολικά μικροπράγματα για μαθητές και δασκάλους! 
Σε λίγες μέρες, η κατασκευαστική εταιρία θα γκρέμιζε αυτή την αποθήκη και θα έδινε μια νέα ζωή στο ταλαιπωρημένο πια οικόπεδο.

Η Μελίνα, αποφάσισε να μπει στην παλιά αποθήκη, χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Έτσι, για να χαιρετήσει κάθε ανάμνηση που είχε απ τα παιδικά της χρόνια. Ήταν βλέπεις που αυτό το μέρος , είχε γίνει πολλές φορές, σημείο αναφοράς και εκκίνησης, παιδικών και νεανικών ιστοριών. 

Μέσα του, είχε ξεχαστεί σε μια γωνιά, ένα παρατημένα κιβώτιο σαν μικρό σεντούκι, που φαίνονταν σχεδόν ανέπαφο. Μόνο η σκόνη και μερικοί σοβάδες μαρτυρούσαν την μοναξιά και τον χρόνο που είχαν ξεχαστεί πάνω του. 
Πλησίασε χωρίς σκέψη και άνοιξε με προσοχή , το κουτί αφού πρώτα ξεσκόνισε το καπάκι. 
Η έκπληξη της ήταν μεγάλη και τα μάτια της γούρλωσαν στη θέα της αναπάντεχης ανακάλυψης. Μέσα του, υπήρχαν επτά διαφορετικά πινέλα σπάνια και πανέμορφα. Φαίνονταν να ναι ζωντανά κι αμέσως πίστεψε πως αν τους το ζητούσε, σίγουρα θα της απαντούσαν με σχέδια και γραμμές. 

Ο θησαυρός ήταν τεράστιος για εκείνη και η σκέψη πως αν δεν τα έβρισκε, όλα αυτά τα πινέλα θα χανόντουσαν για πάντα, έκανε αυτό το εύρημα ακόμα πιο πολύτιμο. Αν αργούσε λίγο ακόμα, θα εξαφανιζόντουσαν μέσα σε χώματα και μπάζα, μοίρα καθόλου δίκαιη για την μοναδικότητα τους. 
Χωρίς να χάσει χρόνο, μάζεψε όλα τα πινέλα και τα φυγάδευσε γρήγορα από εκεί. Λες και έκανε το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της, τα αγκάλιασε τυλίγοντας τα στην μπλούζα της σαν να έσωζε εκείνη τη στιγμή, μια ολόκληρη γενιά που θα χανόταν κάτω απ την απειλή της νέας τάξης πραγμάτων. 
Και η αλήθεια είναι πως αυτό ακριβώς συνέβαινε. 

Τα επτά πινέλα σώθηκαν απ την γλυκιά Μελίνα , που βρέθηκε εκεί ακριβώς τη σωστή στιγμή και δεν αγνόησε ούτε λεπτό την ύπαρξη τους. Την κίνηση της αυτή αλλά και την αγάπη που έδειξε φροντίζοντας τα στη συνέχεια ήταν κάτι το οποίο τα ίδια τα πινέλα δεν ξέχασαν ποτέ. 


Από την επόμενη κι όλας μέρα, η μαγεία που έκρυβαν μέσα τους, ζωντάνεψε κι έτσι ένα δώρο ευφάνταστο και παραμυθένιο , την περίμενε κάθε φορά που έβγαινε απ το σπίτι. Μια εικόνα, ένας χρωματισμός στον ουρανό, ένα φρεσκοβαμμένο λουλούδι ακόμα και τα πολύχρωμα κι αστεία κτήρια, βρίσκονταν δίπλα της και την καλημέριζαν. 
Ένας κόσμος ζωγραφισμένος απ τα ίδια τα πινέλα, ήταν ο τρόπος τους να την ευχαριστούν που τους είχε χαρίσει ξανά τη ζωή.

Ένα πινέλο για κάθε μέρα , κι ύστερα πάλι απ την αρχή δημιουργούσαν για εκείνη ένα σκηνικό , λες και η ζωή της ήταν βαλμένη σε πίνακα. Ένας κόσμος γεμάτος χρώμα, απ ευθείας απ τους πινελένιους Θεούς, μόλις είχε σωθεί. Ένας κόσμος που η ίδια έσωζε, απ όταν ήταν τόσο δα κοριτσάκι, αφού κράταγε ζωντανή τη φαντασία και την επιθυμία να δημιουργεί τον κόσμο με τα μαγικά της πινέλα.