Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

ΑΥΡΙΟ



Α Υ Ρ Ι Ο
           του Γιώργου Δ. Λεμπέση 




Όπως πέφτουνε οι σκέψεις λίγα λεπτά πριν κοιμηθείς , έτσι έσταζε κι ο ουρανός εκείνη τη μέρα και η βροχή μονολογούσε.
Το χωριό των τελευταίων ανθρώπων έστεκε σταθερό κι απτόητο πολλούς αιώνες τώρα, κάτω απ όλες τις βροχές κι απ τις χαρές του ήλιου. Άλλαζαν οι άνθρωποι άλλαζαν κι οι δουλείες τους , μα εκείνο το σκοτεινό πρωινό μαζί με τη βροχή , ήρθε και κάθισε πάνω στην κεφαλή, του πιο χαζού, του πιο άσχημου, του πιο διεφθαρμένου, μια τρελή ιδέα.

Οι άνθρωποι αυτού του χωριού , πίστευαν πως ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα ζούσαν σε αυτή τη μορφή , πάνω στη γη. Είχαν χρεωθεί απ την ιστορία , να παίξουν στο μεγάλο φινάλε και σαν ήρωες και θύματα μαζί , να δώσουν τη σκυτάλη σε μια νέα ιστορία.
Κανένας δεν επιτρεπόταν να ερωτευτεί , να κάνει παιδιά και με κανέναν τρόπο να φτιάξει τη συνέχεια του δρόμου. Ήταν οι τελευταίοι κι έπρεπε να ναι περήφανοι και συνεπής σ αυτή τη θεϊκή εντολή. Μια εντολή που χε δοθεί δια στόματος θνητού. Που καθιστός στον ωραίο άμβωνα του , μετέφερε όπως έλεγε, την απόφαση του Θεού.
Κι αυτή ακριβώς, ήταν η άρρωστη ιδέα , ενός άσχημου ανθρώπου.

Το χωρίο είχε χρόνια να έρθει σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο μιας και οι γραμματικοί του εκτελούσαν πιστά τις εντολές του. Κράταγαν φωτιές που έκαιγαν για χρόνια γύρω απ το χωριό κι έτσι κανείς δεν έβγαινε ούτε να δει ούτε να ακούσει τις αλήθειες του νέου κόσμου.

Τον άσχημο άνθρωπο τον έλεγαν Φειδία Σέμπρε. Ένα πολύ συνηθισμένο όνομα που το χαν πολύ στον κόσμο , χωρίς καμία όμως συγγένεια η σχέση με τον υποφαινόμενο, που στο χωριό, φώναζαν Πάτερ. Ήταν πολύ διαβασμένος κι είχε γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο. Από μικρός όμως θύμωνε και εξοργιζόταν που υπήρχαν κι άλλοι μ αυτό το όνομα κι όταν η οργή του έγινε εξουσία έβαλε σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιο του.

Όλο το πρωί στεκόταν πίσω απ το χρωματιστό παράθυρο της εκκλησίας και χάζευε τη βροχή. Μια γούρλωνε τα μάτια ,μια συνοφρυωνόταν στο τσίμπημα μιας ανούσιας σκέψης. Ώρες έβρεχε κι ώρες σκεφτόταν, πως θα μπορούσε να γίνει αυτός, ο μοναδικός κάτοχος του ίδιου του ονόματος του. Πως θα εξαφάνιζε κάθε άλλο Φειδία Σέμπρε από προσώπου γης και μόνος του να χάιδευε τα γένια του έχοντας κληρονομιά αυτή τη σπουδαία μοναδικότητα.  Τρεις ώρες μετά η βροχή σταμάτησε κι είπε να βγει στον κόσμο, η ιδέα του είχε καρφωθεί κι ο τρόπος ήταν απλός και εύκολος , σε μια κοινωνία που είχε την τιμή, να είναι η τελευταία.

Σαράντα πρωινά αργότερα κι αφού όλο το χωρίο παρατηρούσε τόσες μέρες την κατασκευή ενός μικρού άλλα εντυπωσιακού κτιρίου στην άκρη της πλατείας, ο Πάτερ ανακοίνωσε πως την έβδομη μέρα αυτής της εβδομάδας, θέλει όλους τους χωριανούς έξω απ το νέο κτίριο για να τους μιλήσει.
Όλοι συνεπής με την περιέργεια κι υπνωτισμένοι απ τις εντολές του , έκαναν την έβδομη μέρα σημαντική και πλούσια.
Όρθιος πάνω σ ένα βράχο στη δεξιά μεριά του κτιρίου , ο Πάτερ έμοιαζε μεγάλος σταρ. Όλο το χωριό στα πόδια του κι αυτός να ευλογεί το τέλος του καθενός ξεχωριστά. Σαν ένα κάτι τίποτα δηλαδή , σαν μια φωτογραφία. Έτσι έμοιαζαν οι ευλογίες του κάθε φορά. Ξένες , ανούσιες , κενές. Καλύτερα να τους έδινε λίγο μέλι πάρα αυτές τις λέξεις , που ποτέ και σε κανέναν δε χρειάστηκαν. Κι όμως το χωρίο ήταν εκεί , σκυφτό κι ευλαβικό, αντιστεκόταν στην ιδέα του μελιού και ζητωκραύγαζε την ευλογία. Μια ευλογία που γρήγορα έγινε λόγος κι ο λόγος του απόφαση.

«Βλέπετε χωριανοί αυτό το κτίριο που στέκει περήφανα μπροστά σας» Είπε φωναχτά ο Πάτερ «είναι η νέα μας τράπεζα. Η τράπεζα ΑΥΡΙΟ» όλοι απόρησαν τόσο με την παρουσία μιας τράπεζας στο χωρίο τους όσο και με την ονομασία της. Ωστόσο κανείς τους δε ρώτησε, μιας και ο πνευματικός τους πατέρας σίγουρα θα τους εξηγούσε. Κι έτσι κι έγινε.
«Μ αυτή την τράπεζα θα απαλλαχτείτε απ το βάρος και την εύθηνη του αύριο. Θα κοιμάστε ήσυχοι, απολαμβάνοντας χωρίς άγχος την πορεία προς το τέλος σας»
Τα χειροκροτήματα ξέσπασαν και οι ζητωκραυγές έκαναν τον Πάτερ να σταματήσει για λίγο την παρουσίαση του έργου του.
Λίγο μετά τους ανακοίνωσε , πως σε αυτή την τράπεζα θα μπορούν όλοι να εναποθέτουν τα αυριανά τους σχέδια . Μικρά ή μεγάλα. Ότι είχε ο καθένας να κάνει την επόμενη μέρα, θα το κατέθετε στον προσωπικό του λογαριασμό κι έτσι δε θα χρειαζόταν να το κάνει. Φυσικά όποτε ήθελε να πάρει πίσω μια απόφαση ή μια υποχρέωση του θα μπορούσε άλλα αυτό μάλλον ήταν μια φαινομενική ελευθερία του νέου καθεστώτος.

Το επόμενο πρωί είχε δημιουργηθεί ουρά έξω απ την τράπεζα κι ο καθένας έβαζε στο λογαριασμό του ότι είχε σκεφτεί η θελήσει για το αύριο του.
«Να ποτίσω το μποστάνι» , «να διαβάσω ένα βιβλίο» , «να κάνω μια βόλτα στο δάσος» και άλλες πολλές σκέψεις και κινήσεις που ο κάθε χωριανός είχε για τις επόμενες μέρες, τώρα ήταν καλά κλεισμένες σε μια τράπεζα. Ότι υπήρχε στη μέρα του καθενός, ήταν τώρα μια τεράστια αναβολή με ακαθόριστο χρόνο αποπληρωμής και εξαργύρωσης. Όλα τα αύριο, κλεισμένα σε λογαριασμούς κι οι χωρικοί να περιμένουν ήσυχοι το τέλος. Κανείς ποτέ δεν ρώτησε που πήγαιναν τα θέλω τους ούτε και πως θα ήταν οι καινούργιες μέρες χωρίς καμία επιθυμία. Φαινόντουσαν όμως να το απολαμβάνουν γιατί έτσι , έμοιαζε καλοντυμένη η ενοχή  και συχωρεμένη  η τεμπελιά  και η ανία τους.

Ο πάτερ ωστόσο , είχε μαζέψει τόσα αύριο , που αν τα έβαζε ένα, ένα στη σειρά , θα φτιάχνε σίγουρα έναν αιώνα. Όλων των ειδών και όλων των ηλικιών, στοιβαγμένα σε θυρίδες , έτοιμα να αποτελέσουν το επόμενο βήμα του διεστραμμένου σχεδίου του.

Μέσα σε ένα χρόνο είχε καταφέρει να φτιάξει μια λίστα με όλους τους συνονόματους του και να συγκεντρώσει πληροφορίες για το που θα μπορούσε να τους βρει. Μια μέρα λοιπόν, πήρε όλες τις καταθέσεις και έφυγε απ το χωριό. Επισκεπτόταν τις πόλεις κι όλου του κόσμου τα χωριά. Έστηνε το μαγαζάκι του σε κάθε γωνιά που υπήρχαν συμμορίες ανθρώπων κι άρχιζε με τον μοναδικό του τρόπο να καλεί όλους τους προνομιούχους με το όνομα Φειδίας. Έναν, έναν ξεχωριστά τους μάγευε με λόγια κι υποσχέσεις κι αντάλλαζε το όνομα τους με ένα αύριο. Είχε σκοπό να εξαγοράσει όλα τα ίδια ονόματα με όσα αύριο είχε μαζέψει απ τους συγχωριανούς του. «Δεν έχει καμία σημασία το όνομα σας , ούτε και το ποιος είστε μέσα σε μια τόσο μεγάλη αγκαλιά. Θα ζήσετε αιώνια τους έλεγε και είναι απαραίτητο να αγοράζετε «αύριο» .
Προς μεγάλη του έκπληξη όλοι έδιναν το όνομά τους για ένα αύριο και έτσι δεν άργησε να αφανίσει το όνομα Φειδίας Σέμπρε. Μέσα σε έξι μήνες , είχε μείνει ο μοναδικός με αυτό το όνομα. Ο στόχος του είχε επιτευχθεί και η σπουδαιότητα του είχε ξεπεράσει τα όρια της αλαζονείας. Αυτό όμως που δεν περίμενε κι ούτε είχε υπολογίσει μέσα στην τόση παράνοια του , ήταν το γεγονός ότι σιγά , σιγά όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να τον πλησιάζουν , θέλοντας να ανταλλάξουν το όνομα τους με ένα αύριο απ την τράπεζα του. Και όχι , δεν τους έλεγαν Φειδίες , ούτε Σέμπρε. Είχαν απλά , άσχετα, καθημερινά ονόματα, που όπως του έλεγαν δεν τα χρειαζόντουσαν όσο ένα αύριο.
Ο Πάτερ δεν είχε λόγο να διστάσει. Άρχισε να επεκτείνεται βλέποντας αυτόν τον τρελό χορό που είχε στηθεί γύρο απ την ιδέα του. “Μια χούφτα άνθρωποι που νομίζουν πως είναι οι τελευταίοι , χαρίζουν τα αύριο τους σ αυτούς που νομίζουν ότι θα ζουν για πάντα. Μα τι στο καλό! όλοι αυτοί , δεν έχουν δικά τους αύριο?” Έτσι σκεφτόταν ο πάτερ άλλα δε φαινόταν να σταματάει αυτό το περίεργο εμπόριο. Οι σκέψεις του σύντομα έγίναν στάχτη στο άνεμο και χωρίς κανείς να τον σταματά  αγόραζε ονόματα , πουλώντας όλα τα αύριο που οι συγχωριανοί του είχαν πετάξει.

Μέσα σε ένα χρόνο ο Πάτερ είχε αποκτήσει πάρα πολλά ονόματα  και είχε ξεπουλήσει μέχρι και την πιο μικρή επιθυμία ενός τυχαίου αύριο. «Ήρθε η ώρα να γυρίσω στο χωρίο» σκέφτηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής χαϊδεύοντας σαν νικητής τα γένια του.                   

Λίγο έξω απ το χωρίο που είχε αφήσει πριν αρκετό καιρό συνάντησε μια γριά. Μαυροντυμένη και με καμπούρα , ήταν σίγουρα η πιο μεγάλη γυναίκα που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα. Την ήξερε καλά όχι μόνο για την ηλικία και το αποκρουστικό παρουσιαστικό της , άλλα και γιατί ήταν ή μόνη που δεν είχε καταθέσει κανένα αύριο στην τράπεζα του.
«Ακόμα να πεθάνεις γιαγιά?» της είπε πειράζοντας την
«Αφού δε τρομάζω βλέποντας να μου μιλάει ένας ήδη πεθαμένος, τότε θα αργήσει να έρθει η ώρα μου» του απάντησε εκείνη , κόβοντας του το γέλιο
«Τι θα τα κάνεις τόσα ονόματα μου λες?» Τον ρώτησε με αργή φωνή
«Δεν ξέρω, κάτι θα σκεφτώ, έχω πολύ χρόνο μπροστά μου» της απάντησε εκείνος και συνέχισε προς το χωριό. Η γριά τον κοίταξε λίγο ακόμα και χάθηκε στο δάσος φωνάζοντας του «Μόνο χθες θα βρεις εκεί που πας. Σκονισμένα και γερασμένα χθες έτοιμα να πεθάνουν»

Ο Πάτερ βρέθηκε στο χωρίο μετά από λίγα λεπτά. Σαν να τον έσπρωξαν τα λόγια της γριάς και τάχυνε το βήμα. Παρά τον τρόμο που του χαν προκαλέσει τα λόγια της μπήκε σαν νικητής , καμαρωτός και άνετος. Φούσκωσε το στήθος κι άφησε τα αυτιά του ανοιχτά να υποδεχτούν την αποθέωση. Τη θέση της όμως είχε πάρει μια βαριά σιωπή και μια έντονη μυρωδιά σαπίλας και σκουριάς. Ξεφούσκωσε κι άρχισε να κοιτάει δεξιά κι αριστερά μήπως και καταλάβει που είχαν πάει όλοι. Το χωρίο ήταν ακατάστατο λες και είχε πέσει επιδημία κι οι άνθρωποι του άφαντοι. «Λες να πέθαναν όλοι?» σκέφτηκε φωναχτά ώσπου μια γέρικη φωνή πρόδωσε την κρυψώνα των κατοίκων. Είχαν όλοι κουρνιάσει με μια έντονη παγωμάρα στο βλέμμα, μέσα στην εκκλησία. Όλοι τους φοβισμένοι σχεδόν λιπόθυμοι απ την απραξία, κείτονταν στο πάτωμα παρακαλώντας για λύτρωση. Που είναι το τέλος φώναζαν κι ίσα, ίσα έβγαινε η φωνή τους απ τα αφυδατωμένα στόματα. Οι άντρες κράταγαν τις γυναίκες στην αγκαλιά κι γέροι τις αναμνήσεις και τις ιστορίες σαν πολύτιμο νερό σε εποχή λειψυδρίας.
Ο Πάτερ έγινε αντιληπτός κοιτώντας αυτό το θέαμα κι ο κόσμος άρχισε να αντιδράει όσο μπορούσε, ζητώντας του να τους επιστρέψει τα αύριο τους ή να τους δώσει το τέλος.
Ήταν ανήμποροι ακόμα και να τον μισήσουν. Δεν μπορούσαν να τον εκδικηθούν ούτε να τον τιμωρήσουν. Χωρίς αύριο δεν είχαν καμία επιθυμία και καμία βούληση κάτι που ο Πάτερ ήξερε καλά. Τώρα ζητούσαν ένα τέλος . Αυτό το τέλος που τους υποσχέθηκε ο Θεός τους , ορίζοντας τους μοναδικούς και ευλογημένους φιναλίστες της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλοι, μόλις τον είδαν , προσπάθησαν να ζητήσουν τα αύριο τους πίσω μήπως και καταφέρουν να ζήσουν λίγο ακόμα , όμως εκείνος τα είχε πουλήσει όλα. «Δεν έχω ούτε ένα» τους είπε και έκλεισε την πόρτα της εκκλησίας ρίχνοντας ένα βαρύ ξύλο να την φρακάρει.
Ο πάτερ τυφλωμένος ακόμα από όλα τα ονόματα που είχε στην κατοχή του, σκέφτηκε να λυτρώσει τους συγχωριανούς του σαν Θεός, χαρίζοντας τους αυτό το τέλος που τόσο καλά είχε προσαρμόσει στη ματαιοδοξία τους.  «Σας απελευθερώνω» είπε φωναχτά και έκαψε την εκκλησία. Άλλωστε ούτε στο θάνατο τους δεν είχαν δικαίωμα οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Φειδίας για άλλη μια φορά νιώθοντας νικητής αποφάσισε να γυρίσει στην πόλη , έχοντας πάνω του όλα τα ονόματα των ανθρώπων.
Στη μέση του δάσους συνάντησε ξανά τη γριά μα έκανε να την προσπεράσει. Λίγα μέτρα μπροστά του , εκείνη εμφανίστηκε ξανά και του κόψε το δρόμο. «που πας πάλι?» τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια «πάω στην πόλη» της απάντησε κοφτά «έχω μαζέψει τόσα ονόματα που μπορώ να κάνω ότι θέλω» «Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. Έκαψες ένα χωρίο γιατί σου έδωσαν όλα τους τα σχέδια και τώρα σε ποιους πας να τα πουλήσεις? Σ αυτούς που δεν μπορείς καν να φωνάξεις? Πως θα τους φωνάξεις? Με τι ονόματα?»
«Τους έδωσα αύριο , τους έδωσα ότι δεν ήθελαν οι άλλοι, θα με λατρέψουν όταν φτάσω κι όσο για τα ονόματα, δε φάνηκαν να τα εκτιμούν και πολύ» της απάντησε με έπαρση ο Πάτερ
«Τους έδωσες αύριο ναι, άλλα όχι τα δικά τους, δε τους χωράνε, δεν τους ταιριάζουν. Κι αυτό δεν πρόκειται να  στο συγχωρήσουν ποτέ» Τότε δε μίλησε κανείς, μόνο ο αέρας ανάμεσα στα δέντρα που συνέχιζε να υπάρχει όπως υπήρχε πάντα. «Καλύτερα να μείνεις για πάντα μαζί μου σ αυτό το δάσος» είπε η γριά σπάζοντας τη σιωπή «γιατί δεν είσαι δαίμονας άλλα ούτε Θεός γιε μου. Ένας άσχημος άνθρωπος είσαι που προσπαθείς να πεθάνεις…  Απλά ένας άσχημος άνθρωπος..»

060911