Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ




ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
            του Γιώργου Δ. Λεμπέση

Επάνω στο γραφείο των πραγμάτων , γεννήθηκαν την έβδομη  μέρα, της άλλης γης,  τέσσερις σελίδες αδερφές  . Ίδιες κι απαράλλαχτες, λευκές και πεντακάθαρες. 
Χαρές και πανηγύρια γύρω απ τις νεοφερμένες σελιδούλες και οι ευχές έδιναν και έπαιρναν εκείνο το πρωί. Μολύβένια πουλιά , γόμες τροπικές από τις ζεστές λίμνες  χνουδωτές αποχρώσεις  και μελανόψαρα έκαναν το μέρος γιορτή και τις φωνές τραγούδια.
 Ο μπαμπάς, κύριος Ανέστης  Ξυλοκόρμος και η μαμά κυρία Ευγενία Ταμταράρα Ξυλοκόρμου,  περήφανοι  και ενθουσιασμένη. Ήταν βλέπεις οι πρώτες τους σελίδες και αυτό τους έδινε μεγάλη χαρά. Καιρό τώρα προσπαθούσαν να σελιδοποιήσουν , άλλα λίγο η πολυκοσμία στην άλλη γη,  λίγο οι σελιδοδείκτες του χρόνου που έτρεχαν βιαστικά, έκαναν το ζευγάρι να καθυστερεί να πάρει την απόφαση. Τώρα όμως η οικογένεια είχε ολοκληρωθεί και μάλιστα όχι με ένα , ούτε με δυο άλλα με τέσσερα πανέμορφα σελιδάκια , ζωηρά και παιχνιδιάρικα.  
Την πρώτη την είπαν Αλίς και ήταν σοβαρή σαν τον προπάππου της, που είχε πολεμήσει στον πόλεμο των βελανιδιών επί πολλά χρόνια. Έξυπνη και πολύ υπομονετική. Τόσο πολύ που στο τέλος ξέχναγε για πιο λόγο περίμενε. Μετρημένη πάντα , έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά και ύστερα ξεκίναγε να παίζει , αν προλάβαινε φυσικά.
Η δεύτερη σελίδα ήταν η Βεατρίκη. Ήταν απ τις πιο όμορφες σελίδες της άλλης γης, όμως πότε της δεν μπορούσε να αποφασίσει για τίποτα. Μια μόνιμη μπερδεμάρα που την έκανε να  μοιάζει με παρατημένο πορτατίφ στη μέση της έρημου. (κατά προτίμηση Αύγουστο). «Τι δουλεία έχω εγώ εδώ?» , ρώταγε συχνά η όμορφη Βεατρίκη και συνέχιζε να παίζει με τις αδερφές τις ξεχνώντας αμέσως την απορία της. 
Άκρως καλλιτεχνική με μια δόση γυαλάδας στο μάτι η τρίτη αδερφή. Άντζελα την  έλεγαν και ήταν τόσο περήφανη γι αυτό, που θα νόμιζε κανείς ότι το συγκεκριμένο όνομα δημιουργήθηκε αποκλειστικά για κείνη. Αρχηγός στα παιχνίδια , αρχηγός και στο θέατρο. Είχε πάντα ένα τρόπο να πέφτουν τα φώτα πάνω της, ακόμα και αν δεν έκανε τίποτα. Έλεγε απλά. Άντζελα . Και όλα σταμάταγαν εκεί.
Την τέταρτη και τελευταία στη σειρά , την έλεγαν Δήμητρα και ήταν  πάντα λίγο πιο πέρα απ όλα.  Έπαιζε πιο πέρα , μίλαγε πιο πέρα κι όλες οι στιγμές τις ήταν πάντα λίγο πιο πέρα. Μόνη της τον περισσότερο καιρό, όχι γιατί δεν την ήθελαν οι άλλοι, μα γιατί η ίδια έδειχνε να μην τους καταλαβαίνει, σαν να ζούσε έμοιαζε σε κάποιον άλλο κόσμο. Οι κουτσομπόλες της άλλης γης έλεγαν συχνά πως δεν έχουν ξαναδεί τόσο ξεχωριστή και μοναχική σελίδα τόσα χρόνια. Συχνά ανησυχούσαν για το μέλλον της και για το αν τελικά θα είναι ικανή να εκπληρώσει την αποστολή της σαν γνήσιος γόνος τις οικογένειας των Σελιδών.
Όλες μαζί, η Αλίς , η Βεατρίκη , η Άντζελα και λίγο πιο πέρα η Δήμητρα, συμπλήρωναν και χρωμάτιζαν απ την πρώτη τους μέρα την εξαίρετη οικογένεια Ξυλοκόρμου.       
Όσο οι ευχές και οι χαρές άδειαζαν σιγά σιγά το χώρο, αφήνοντας το χρόνο να φυσάει γλυκά πάνω απ την οικογένεια, η μια μέρα έφερνε την άλλη και οι μικρές σελίδες μεγάλωναν. Οι σκανταλιές γινόντουσαν γνώση κι η γνώση εύθηνη.  Κι ύστερα η εύθηνη , έγινε μια μέρα  πρόκληση κι έγινε στα λόγια του μπαμπά  η παρακάτω φράση . «Ήρθε η ώρα μικρές μου σελίδες»!
Στην αρχή οι μικρές ,  νόμιζαν πως ήρθε κάποια θεία που την έλεγαν ‘Ωρα , άλλα βλέποντας το σοβαρό ύφος του άλλοτε αστείου τους μπαμπά κατάλαβαν πως μάλλον κάτι άλλο εννοούσε.   
Κάθισε φαρδύς πλατύς στην χνούδοπολυθρόνα του και φώναξε με ύφος σοφού πιγκουίνου τις τέσσερις κόρες του.  Εκείνες καλπάζοντας στάθηκαν μπροστά του και δίπλωσαν σαν καλές σελίδες γύρο του. Διπλωμένες οκλαδόν και γεμάτες απορία για το τι θα τους έλεγε ο μπαμπάς τους,  άνοιξαν τα αυτιά τους και δεν έβγαζαν τσιμουδιά.  Έξι ξεροβηξήματα μετά  ο κύριος Ανέστης είπε στις αγαπημένες του σελίδες. «Σελίδες μου , όπως πολύ καλά γνωρίζετε , ανήκετε στην πασίγνωστη οικογένεια των Σελιδών. Αυτό είναι μεγάλη κληρονομιά και μεγάλη ευθύνη ταυτόχρονα..» Ο πρόλογος του κύριου Ξυλοκόρμου δεν έλεγε να τελειώσει . Τι για τη προγιαγια τους την Παπυρογέννους τους είπε, τι για  τους παππούδες, τους Μωισόπλακες, όλο το οικογενειακό δέντρο τους ανέλυσε και φτου κι απ την αρχή. Μίλησε ακόμα για την σπουδαιότητα του να είσαι σελίδα και για το πόσο σημαντικό είναι να βρίσκεις τον προορισμό σου , να εκπληρώνεις την αποστολή σου σ αυτή τη γη. Όλα αυτά και άλλα διακόσια , έκαναν τις μικρές να τον κοιτάνε τρομαγμένες . Όταν ειδικά έφτασε στο σημείο του προορισμού και της αποστολής , άρχισαν οι πρώτες ερωτήσεις. «εγώ μπορώ να περιμένω λίγο ακόμα μέχρι να μεγαλώσω ?» ρώτησε η Αλίς , χρειαζόταν χρόνο βλέπεις να το επεξεργαστεί όλο αυτό. «εγώ δεν ξέρω αν στ αλήθεια ανήκω σ αυτή την οικογένεια» είπε με παράπονο η Βεατρίκη «είμαι η Άντζελα και θα βρω τον λόγο που ήρθα στην άλλη γη»η Άντζελα μίλησε. Η Δήμητρα δεν φαινόταν να τ ακούει όλα αυτά , ήταν κι αυτό το βλέμμα της που την έκανε να μοιάζει ότι λείπει. Κι όμως λίγες σιωπές μετά ακουστικέ από κάπου πιο πέρα η γλυκιά της φωνή. «τι εννοείς?»
«Τι εννοώ ..?» ξεφύσηξε με σιγουριά ο σελιδοπατέρας . «Εννοώ , πως ήρθε η ώρα να βγείτε στον αληθινό κόσμο και να κάνετε κάτι χρήσιμο όπως οι πρόγονοι σας. Μεγαλώσατε πια , άλλωστε και η ξαδέρφη σας η Ματίλντα , ήταν στην ηλικία σας όταν έγινε η 58η σελίδα στα χειρόγραφα του Φρόιντ . Αύριο κι όλας αποχαιρετήστε τους φίλους σας , δώστε ένα γλυκό φιλί στη μητέρα σας και κάντε μας περήφανους»  Αυτά ήταν τα  λόγια του πατέρα κι έτσι οι μικρές σελίδες κοιμήθηκαν για τελευταία φορά στα τριανταφυλλένια κρεβάτια τους.
Η καινούργια μέρα δεν άργησε να έρθει κι οι τέσσερις σελίδες αποχαιρέτησαν την άλλη γη και πήραν  το δρόμο για τον αληθινό κόσμο. Όταν μετά από μέρες ταξιδιού έφτασαν αποφάσισαν να χωριστούν και να βρει η καθεμία ξεχωριστά τον προορισμό της. Αγκαλιάστηκαν και υποσχέθηκαν πως θα κάνουν περήφανη την οικογένεια τους βάζοντας μες την υπόσχεση τους μια σταγόνα ανταγωνισμού. Πρώτη προς έκπληξη όλων έφυγε η Αλίς , ύστερα η Βεατρίκη με τον αναμενόμενο δισταγμό μετά η Άντζελα και τελευταία η Δήμητρα , που στάθηκε για λίγο βλέποντας τις αδερφές της να απομακρύνονται.
Οι μέρες πέρναγαν κι οι νύχτες το ίδιο. Κι ύστερα κι άλλες μέρες κι άλλες νύχτες. Τα χρόνια πέταγαν σαν τα μολυβένια πουλιά στην άλλη γη κι ο κύριος Ανέστης είχε πια κιτρινίσει. Κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα για το τι είχαν γίνει τελικά οι τέσσερις αδερφές κι η ιστορία στο γραφείο των πραγμάτων έμοιαζε να κυλάει όλο και πιο αργά.
Μια άγνωστη μέρα , απάνω στο καινούργιο φως, έφτασε στην άλλη γη μια πινελιά μακρομαλλούσσα,  με όμορφά φανταχτερά μαλλιά και μάτια σαν τεράστια στολίδια. Ρώταγε παντού που θα βρει το σπίτι της οικογένειας ξυλοκόρμου , είχε λέει νέα απ τις σελίδες τους. Οι πιο νέοι της απάνταγαν πως δεν γνωρίζουν κάτι και την παρέπεμπαν στους πιο ηλικιωμένους. Όλη τη μέρα έψαχνε ώσπου λίγο πριν νυχτώσει βρήκε σε μια γωνιά μια γερασμένη πένα. Τη ρώτησε κάμποσες φορές για τον κύριο Ανέστη και την κυρία Ευγενία μέχρι που τελικά πήρε μια όχι και τόσο ευχάριστη απάντηση. Ο κύριος και η κυρία Ξυλοκόρμου , είχαν εδώ και λίγο καιρό ανακυκλωθεί. Ευτυχώς ήταν πλήρης ημερών άλλα ποτέ δεν έμαθαν τι απέγιναν οι αγαπημένες τους σελίδες. Και τώρα που έφτασε η όμορφη πινελιά ήταν αργά , ότι κι αν έλεγε ότι κι αν είχαν γίνει που θα τους έκανε περήφανους , δεν είχε καμία σημασία . Ήταν αργά.
Η πινελιά ευχαρίστησε την γέρικη πένα ,μάζεψε πίσω τα μαλλιά της, έριξε μια τελευταία και γρήγορη ματιά σαν βροχή και έφυγε ξανά.
Την Κυριακή που μας πέρασε , έζησα κάτι πραγματικά σπουδαίο , που μ έκανε να λάμπω από χαρά. Μια αναπάντεχη επίσκεψη τάραξε ευχάριστα , τις κάπως ανούσιες στιγμές μου.  Μέσα απ το ξύλινο κουτάκι που έχω δίπλα στο κρεβάτι μου , εμφανίστηκε ταλαιπωρημένη μα πάντα όμορφη η μακρομαλλούσσα πινελιά. Την φρόντισα και της έδωσα να πιεί το αγαπημένο μου μελανόγαλα με άρωμα κάκτου. Αφού πήρε την απαραίτητη ανάσα , την ρώτησα καλοπροαίρετα τι γύρευε στο σπίτι μου. Εκείνη με κοίταξε στα μάτια και μου είπε όλη την ιστορία για την οικογένεια Ξυλοκόρμου. Μου εξήγησε λυπημένη πως έφτασε αργά και πως δεν έμαθαν τελικά τι απέγιναν οι σελιδούλες τους. Μου πε λοιπόν , πως ήρθε σε μένα να μου πει την ιστορία τους, μήπως τουλάχιστον έτσι, μπορέσει κάποιος ξένος να νιώσει όμορφα ή άσχημα , στη θέση των άλλων γονιών.  
Την άκουγα με προσοχή και με μεγάλη περιέργεια. Τα έλεγε τόσο ωραία που σχεδόν ζήλεψα την ευκολία που χειριζόταν τις λέξεις. Όταν τελείωσε μου είπε σιγανά στ αυτί , λες και βρισκόντουσαν κι άλλοι στο δωμάτιο. «Αυτά που σου πα, να τα πεις , άλλα κάνε τους ανθρώπους του κόσμου σου να τα δουν και όχι απλά να τα ακούσουν» Αυτή, ήταν η τελευταία της φράση πριν μπει ξανά στο ξύλινο κουτί .
Ήταν τόσο μαγικά αυτά που μου περιέγραφε που με δυσκολία πίστευα ότι ζουν τόσο κοντά μου. Μου πε για ταξίδια σε τόπους που ζουν οι σκέψεις , μου μίλησε για ουρανούς που γεννάνε χρώματα και για μυρωδιές που μέσα τους υπάρχουν αναμνήσεις. Μου πε και για τις τέσσερις σελίδες που βρήκαν τελικά τον προορισμό τους μα δεν κατάλαβε μου είπε , πια απ τις τέσσερις βρήκε αυτό που ήθελε ή αυτό που τις είχαν πει να θέλει.
Η Αλίς , βρέθηκε στα χέρια κάποιου σπουδαίου ποιητή , που διάλεγε τις σελίδες με πολύ προσοχή. Έλεγε πως ότι γραφτεί στο λευκό τους δέρμα , είναι ένα κομμάτι ιστορίας κι έτσι τις έψαχνε με τις ώρες μέχρι να αποφασίσει πια θα πάρει. Πάνω της γράφτηκε ένα υπέροχο ποίημα που έκανε τις λέξεις να θυμίζουν άγγιγμα πουπουλένιας παλάμης . Ύστερα διαβάστηκε , αγαπήθηκε και μπήκε μαζί με άλλες σελίδες σε μια συλλογή , που κλείστηκε στο συρτάρι και έμεινε για πάντα εκεί.
Η Βεατρίκη έγινε χάρτης σ ένα εμπορικό καράβι κάπου στον Ινδικό ωκεανό.  Πάνω της ζωγραφίστηκαν γραμμές και νούμερα που έκαναν τους καπετάνιους να αποφεύγουν τα επικίνδυνα σημεία του βυθού. Ήταν πραγματικά χρήσιμη και έσωσε αρκετούς ανθρώπους , δεν είχε δει όμως ποτέ τη θάλασσα ούτε και το βυθό. Ζούσε σε ένα όμορφο ντουλάπι στη γέφυρα του πλοίου, που όσο πέρναγε ο καιρός  άνοιγε όλο και λιγότερο, ώσπου μια μέρα ήρθε στο πλοίο ένα μεγάλο κουτί με χρώματα και εικόνες και το ντουλάπι σταμάτησε να ανοίγει και η Βεατρίκη δεν ξανά βγήκε ποτέ από κει.
Σε μια πανέμορφη γειτονιά σ ένα χωρίο της Βαρκελώνης η Άντζελα είχε την τύχη να γίνει μέλος μιας φιλαρμονικής ορχήστρας. Είχε σίγουρα βρει το στοιχείο της μιας και ήταν η σελίδα που φιλοξενούσε την παρτιτούρα του μαέστρου . Μελωδίες , μουσικές και παρελάσεις ήταν για κείνη κάτι συνηθισμένο. Μόστραρε μπροστά  μπροστά στην ασημένια βάση του κλαρινέτου του μαέστρου.  Χωρίς αυτή ούτε νότα δεν θα έβγαινε στον αέρα. Ήταν η Άντζελα κι ήταν αυτό αρκετό. Η φιλαρμονική έπαιζε , ο μαέστρος διάβαζε τις νότες πάνω στην σελίδα και η μέρες περπάταγαν πάνω στην ίδια διαδρομή για πολλή καιρό. Οι σελίδες όμως ζουν περισσότερο απ τους μαέστρους κι έτσι ο επίδοξος αντικαταστάτης, άλλαξε το ρεπερτόριο και έκλεισε την Άντζελα στο νέο σπίτι του αγαπημένου της μαέστρου μαζί με το κλαρινέτο. Για πάντα.



Κάπου πιο πέρα βρισκόταν κι η ιστορία της Δήμητρας που κάπως άτυχη μου φάνηκε στην αρχή. Έχοντας τη συνήθεια να μένει μόνη , μακριά απ τον υπόλοιπο κόσμο , βρέθηκε μάλλον κατά λάθος στα σκουπίδια ενός βιβλιοπωλείου. Πάνω της πέρασαν πολλοί ακάλεστοι επισκέπτες όπως μύγες και κουνούπια, σκουληκάκια και σκόροι, όμως κανένας δεν έγραφε τίποτα πάνω της. Σε μια αποτυχημένη απόπειρα να δραπετεύσει από τον κάδο απορριμμάτων την πάτησε μια αλήτησα γάτα, που πιο πριν είχε πατήσει μια καταδιωγμένη τσίχλα, που με τη σειρά της την  παρέσυρε στην ταράτσα μιας οικοδομής. Ταλαιπωρημένη και χωρίς καμία τύχη η Δήμητρα παρέμενε λευκή όπως όταν έφυγε απ το σπίτι της, ακροβατώντας στην άκρη μιας ατέλειωτης ταράτσας .
Είχε ήδη δει πολλά διαφορετικά πράγματα να περνάνε από πάνω της  μα για κανένα δεν ήταν κάτι σημαντικό. Μέρες παρέμενε στην οικοδομή περιμένοντας μια κίνηση, ώσπου ένας δυνατός αέρας που πέρναγε από κει, την έβαλε στην πλάτη του και άρχισε να την ταξιδεύει στον ουρανό. Όλος ο κόσμος ήταν εκεί. Είδε τα σπίτια , τις γειτονιές , τα δέντρα τους ανθρώπους. Είδε ποιητές , ορχήστρες και θάλασσες κι είδε πως είναι η ζωή του άλλου κόσμου από ψηλά.  Η Δήμητρα παρέμενε λευκή κι όπου μπορούσε κι έβρισκε ευκαιρία, καβάλαγε τον άνεμο και γνώριζε νέες αλήθειες. Κανείς δεν έγραψε τίποτα πάνω της ποτέ και για κανέναν δεν έγινε κάτι σπουδαίο. Ήταν όμως ελεύθερη και περήφανη , που μπόρεσε να βρει τον τρόπο να ταξιδεύει, που μπόρεσε να γράφει πάνω της ότι διάλεγε να κρατήσει.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία για τις τέσσερις σελίδες αδερφές, που χωρίστηκαν για να βρουν το λόγο που ήρθαν στην άλλη γη. Ο τρόπος που η καθεμιά βρήκε τον προορισμός της, ήταν κι αυτός που διάλεξε αν θα κλείσει το ντουλάπι ή αν θα φυσήξει πιο δυνατά ο άνεμος. Τύχη , επιλογή , κατεύθυνση? Ποιος ξέρει, ίσως δε μάθουμε ποτέ.  
Κι αν ακόμα πιστεύεις πως  η σπουδαιότητα κι η ομορφιά ζουν σε όσα ακούς  , τότε, όπως είπε και η μακρομαλλούσσα πινελιά, καλύτερα να αρχίσεις να βλέπεις.    
    
                                              






Γιώργος Λεμπέσης

9 σχόλια:

  1. υπεροχο μπραβο γιωργο τελεια η ιστορια σου διαβαζοντας την μπηκα στο παραμυθι και το εκανα δικο μου εαν ημουν μια απο τις τεσσερης σελιδουλες θα ημουν σιγουρα η δημητρα!ακουω και βλεπω!:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Επειδή σε ξέρω...αλήθεια θα ήσουν η Δήμητρα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. κι εγώ συχνά ξεχνάω για ποιο λόγο περιμένω..μου άρεσε η ιστορία σου, Γιώργο! πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ξέρεις... ο λόγος που πολλές φορές ξεχνάμε για πιο λόγο περιμένουμε κάτι , είναι γιατί αυτό που "περιμένουμε" δεν έιναι τόσο δυνατό, δεν είναι καν δικό μας... Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο Lorelai...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. καθηλωτικές εικόνες και πανέμορφο και πολύ επίκαιρο μύνημα Γιώργο. είναι καταπληκτικό. ευχαριστούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Prokeitai gia mia fantastikh istoria.
    Tha proteina stous anagnwstes na th diavasoun me thn upokroush tou Adagio tou Samuel Barber. Se emena tairiaxe polu.
    Giorgo tha se parakalousa, epeidh akrivws h istoria sou einai panemorfh, kane allo ena check giati uparxoun polla or8ografika.

    Filika
    Nikos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Λοιπόν είχα πολύ καιρό να διαβάζω ένα παραμύθι πριν πέσω για ύπνο!!!

    Grazie Γιώργο, πραγματικά διαφορετικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή