Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΛΙΚ
του Γιώργου Δ. Λεμπέση
Τα περισσότερα πράγματα στον κόσμο , γεννιούνται με ένα κλικ.
Με ένα κλικ ψωνίζουμε ρούχα , με ένα κλικ ερωτευόμαστε , με ένα κλικ δημιουργούμε, καταστρέφουμε και με ένα κλικ υπερβαίνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ένα τέτοιο κλικ έφερε και εμένα σ αυτό τον κόσμο έναν αρκετά χαρούμενο Φλεβάρη πριν μερικά χρόνια. Για την ακρίβεια ήταν το κλικ του διακόπτη ενός γιγαντιαίου πορτατίφ που στεκόταν ανάμεσα στον πατέρα μου και την μητέρα μου.
Η λευκόχρυση δέσμη που δημιούργησε το φως της λάμπας του , ήταν από εκείνη τη στιγμή το νέο μου σπίτι.
Τα πρώτα μου τεντώματα ή απορημένες ματιές προς το άπειρο και οι πρώτες μου καλλιτεχνικές ανησυχίες ήταν εκεί σε κάθε κλικ του διακόπτη. Το κλάμα μου βλέπεις, έβγαινε πάντα μελωδικό και καλό κουρδισμένο. Ήταν ολοφάνερο ότι ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που μαρτυρούσε το ολοκαίνουργιο είναι μου, ήταν το χάρισμα που είχα να μετατρέπω το γέλιο σε κλάμα και το κλάμα σε γέλιο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Φυσικά κάθε φορά που εξωτερίκευα με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που ήξερα τις ανησυχίες μου, όλοι έτρεχαν να με σώσουν. Από τι , δεν είχα καταλάβει. Μα είναι τόσο δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης τελικά? Δε βαριέσαι , σκεφτόμουν και έριχνα έναν δεκάωρο υπνάκο μέσα στην φωτεινή αγκαλιά. Ά έτσι λένε και την μητέρα μου. Όχι αγκαλιά , Φωτεινή.
Μόνο εκείνη και ο πατέρας μου ο Δημήτρης είχαν δικαίωμα πρόσβασης σ αυτή τη δέσμη κι αυτό επειδή είχα την αμυδρή υποψία ότι το πορτατίφ τους ανήκε.
Κατά τα άλλα κάνείς , ούτε ο μικρότερος αδερφός μου που γεννήθηκε μερικά κλικ πιο πέρα. Ήμουν ο απόλυτος άρχοντας του φωτός. Ο βασιλιάς του πορτατίφ. Όλος ο κόσμος κάτω απ το φως ζούσε με τις δικές μου προσταγές. Χέρι , κουνήσου. Πατούσα , έλα στο στόμα μου. Μεγάλο δάχτυλο χόρεψε. Ότι διέταζα γινόταν. Ήμουν ο απόλυτος βασιλιάς.
Τα κλικ άναβαν και έσβηναν κάθε μέρα αυτό το φως κι εγώ μεγάλωνα με τον μοναδικό τρόπο που μεγαλώνουν τα μοναδικά παιδιά που άλλα στον κόσμο δεν υπάρχουν. Έτσι έλεγε κι η γιαγιά μου απ την Κρήτη που τότε νόμιζα πως έχει σε όλα δίκιο και πως ήταν αρχηγός της φυλής των Φαΐγιάγια με έμβλημα το μαχαιροπίρουνο.
Όσο ψήλωνε ο χρόνος άφηνα μικρές και μεγάλες πληροφορίες να περάσουν στον φωτεινό μικρόκόσμο μου κι έτσι άρχισα να λεω και να ακούω.
Άκουγα πως κοντά μου ζουν κι άλλες τέτοιες δέσμες που έχουν μέσα τους ανθρώπους σαν κι εμένα. Που είναι κι αυτοί καλλιτέχνες κι όλο κλαινε , που είναι κι αυτοί μοναδικοί γιατί η γιαγιά τους είναι αρχηγός της φυλής φαΐγιάγια. Όλο αυτό μου είπαν πως είναι η γενιά μου. Η γενιά της όγδοης δεκαετίας του αιώνα που μεγάλωνε και μεγαλώνει σε κάποια γειτονικά πορτατίφ.
Ήμουν λεει πολύ τυχερός γιατί γεννήθηκα στην εποχή που έβγαζε αθάνατους. Η γενιά μου δεν είχε ανάγκη τίποτα και κανέναν. Δεν χρειαζόταν σύντροφο, δεν χρειαζόταν φίλους ούτε συναισθηματικούς δεσμούς και λέξεις χαζές όπως ειλικρίνεια, σεβασμός, αγάπη. Το μόνο που χρειαζόταν η γενιά μου ήταν τροφή. Τροφή για πάντα. Γιατί ποτέ δεν θα πέθαινε. Είχε μάλιστα ανακαλύψει τρόπους να μην τρέφετε μόνο απ το στόμα άλλα κυρίως απ τα μάτια κι απ τα αυτιά . Τι τυχερός που είμαι, ανήκω στην γενιά των υπέρ ανθρώπων. Μόνοι , μόνοι , μόνοι, άτρωτοι και αιώνιοι. Γενιά που δεν θα γεράσει , γενιά που δεν θα φύγει ποτέ.
Έτσι άρχισα να φτιάχνω τον δικό μου χώρο κάτω απ αυτή τη λάμπα. Τον διακοσμούσα με τα καλύτερα σκηνικά, έτσι ώστε αν έμπαινε κανείς , να καταλάβαινε ποιος πραγματικά είμαι.
Στα τέλη του 20ου αιώνα και αφού τελείωσα όλα τα μαθήματά μου , έβαλα μέσα της – δεξιά του εφηβικού μου κρεβατιού- ένα Ραδιόφωνο που έκανε τη φωνή μου να ακούγεται σε όλα τα πορτατίφ της γενιάς μου. Έλεγα αστεία , έβαζα μουσικές κι όλοι με αγαπούσαν, σίγουρα. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι αυτό. Δε με ήξεραν βέβαια προσωπικά άλλα τι σημασία είχε. Αφού η αγάπη είναι μετρήσιμο προϊόν , σημαίνει ότι όσο πιο πολλοί σε αγαπούν τόσο πιο τέλειος είσαι. Κι έτσι συνέχισα να βάζω τραγούδια κι έτσι έφτιαξα και το δικό μου συγκρότημα και βγάλαμε και δίσκο και είπα να σπουδάσω για να με αγαπούν πιο πολύ και για να είμαι και καλό παιδί, υπηρέτησα και την μαμά πατρίδα. Τότε ακριβώς, ήταν που ξημέρωσε η νέα εποχή.
Είχα γυρίσει στο πανέμορφο πορτατίφ μου που ήταν γεμάτο με πράγματα, τακτοποιημένα σε απόλυτη τάξη και συμμετρία, έτσι ώστε όταν θα ερχόταν κάποιος να καταλάβαινε ποιος πραγματικά είμαι.
Κι αφού μέχρι τότε δεν είχε έρθει κανείς απ τους αθάνατους τις γενιάς μου είπα να συνεχίσω να γεμίζω το φωτεινό μου κόσμο.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες , σ ένα παζάρι λίγο πιο κάτω απ το πορτατίφ μου, γνώρισα μια πανέμορφη και νεαρή κοπέλα που πούλαγε την πραμάτεια της για να ζήσει. Είχα πάει εκεί με σκοπό να γεμίσω το καλάθι μου με πράγματα και νέα σκηνικά για τον κόσμο που ζούσε κάτω απ το πορτατίφ, έτσι ώστε όταν ερχόταν κάποιος να καταλάβαινε ποιος πραγματικά είμαι.
Αυτή η κοπέλα λοιπόν, πούλαγε στόχους. Στόχους φρέσκους και φτιαγμένους αποκλειστικά για αθάνατους. Ήταν πολύ όμορφη και φυσικά την πλησίασα. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα της είπα με περίσσια σιγουριά να μου πουλήσει των πιο ακριβό στόχο που είχε στον πάγκο της. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Είναι πολύ ακριβός , δεν ξέρω αν έχεις τόσα να μου δώσεις. Είπε η κοπέλα. Θα δώσω ότι μου ζητήσεις της είπα και περίμενα. Εκείνη μετά από λίγο, έβγαλε ένα πέτρινο κουτάκι και μου το έδωσε. Εδώ μέσα βρίσκετε ο στόχος της κορυφής μου είπε κι αν τον πιάσεις στα χέρια σου θα πάρω από σένα ότι θέλω χωρίς να σε ρωτήσω, για να με ξεχρεώσεις.
Συμφώνησα και κράτησα σφιχτά τον στόχο της κορυφής. Έφυγα τρέχοντας ,χωρίς καν να την ευχαριστήσω, κόντευε καλοκαίρι και βιαζόμουν τόσο πολύ. Έπρεπε να διακοσμήσω τον χώρο μου , αν ερχόταν κανείς πως θα καταλάβαινε ποιος πραγματικά είμαι?.
Έβαλα το κουτάκι στη σωστή θέση και περίμενα. Ποτέ δεν αναρωτήθηκα τι είχε πάρει από μένα εκείνη η κοπέλα για να μου δώσει τον στόχο, όπως ποτέ δεν κατάφερα να μάθω στ αλήθεια τ όνομα της όσο κι αν μου θύμιζε πολλά η ομορφιά της. Όμως δεν είχε καμία σημασία. Ανήκω στη γενιά των αθάνατων υπέρ ανθρώπων και τίποτα κακό δεν πρόκειτε να συμβεί.
Από εκείνη τη μέρα , αυτό το κουτάκι έγινε ο καλύτερος μου φίλος. Ήταν μαγικό. Άλλαζε χρώματα , με νανούριζε , πέταγε στον αέρα. Ήταν ότι καλύτερο είχα βάλει στο φωτεινό μου κόσμο μέχρι τότε. Ακόμα κι όταν τα κλικ έφερναν την νύχτα εκείνο έστεκε αναμμένο και μου κράταγε συντροφιά.
Μ έκανε συνεχώς να βάζω νέα πράγματα μέσα στη δέσμη μου έτσι ώστε όταν ερχόταν κάποιος να καταλάβαινε ποιος πραγματικά είμαι.
Μ έκανε να δουλεύω σκληρά να κάνω συναυλίες, θόρυβο, μουσικές να μιλάω λευκά να ακούω λευκά να αγαπάω λευκά κι όλα αυτά επί σκηνής για πολλά χρόνια.
Κάποια στιγμή ενώ καθόμουνα στο χρυσόλευκο φωτεινό μου κόσμο περιμένοντας μήπως έρθει κάποιος για να καταλάβει ποιος πραγματικά είμαι, σκεφτόμουν πια να είναι στ΄ αλήθεια αυτή η κορυφή που με έχει βάλει το κουτάκι να ψάχνω. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ που βρίσκεται. Ούτε η μυστήρια κοπέλα μου είχε πει, άλλα ούτε και κάποιος χάρτης υπήρχε μέσα στο κουτί. Δε σας κρύβω ότι μου πέρασε απ το μυαλό μήπως δεν υπάρχει αυτή η κορυφή άλλα αμέσως έβγαλα αυτή την ανόητη σκέψη τοποθετώντας στο σκηνικό την αθάνατη φύση μου.
Λίγο μετά ένας εισβολέας πέρασε στον χώρο μου και άρχισε να σβουρίζει στο πιο ψηλό σημείο. Ήταν ένα μυγάκι απ αυτά που ακολουθούν το φως. Ενοχλητικό και κάπως άσχημο με εξαιρετικό χάρισμα στο χάλασμα της εκάστοτε φάσης που μπορεί να βρίσκεται ένας βασιλιάς. Έκανα πολλές απότομες κινήσεις με τα χέρια για να το διώξω αλλά τίποτα. Ήταν αρκετά γρήγορο και καλά εκπαιδευμένο. Δεν είναι δυνατόν να βρίσκετε αυτό το ενοχλητικό πλάσμα στον κόσμο μου σκέφτηκα. Κι αν έρθει κάποιος? δεν θα καταλάβει ποιος πραγματικά είμαι μ αυτό το παράταιρο ιπτάμενο τέρας στο σκηνικό μου.
Αρκετές προσπάθειες μετά, το κακάσχημο πράγμα με φτερά έκατσε τελικά στη μύτη μου. Το έβλεπα πεντακάθαρα και για να είμαι ειλικρινής σάστισα λίγο. Σταύρωσε τα χέρια του και με κοίταξε συνοφρυωμένα. Τι? Το ρώτησα με φυσικότητα.
-Μα καλά μου είπε θυμωμένο. Δε φτάνει που είμαι το μοναδικό ζωντανό ον που μπήκα στο μικρόκοσμό σου , θες να με διώξεις κιόλας? Σα δε ντρέπεσαι λίγο.
-Δεν περίμενα εσένα , δε βλέπεις πόσο σπουδαία πράγματα έχω εδώ μέσα , λες να τα έκανα όλα αυτά για ένα μυγάκι ?
Αυτή η διαμάχη κράτησε αρκετή ώρα κι όσο μου ξεδίπλωνε αλήθειες το μυγάκι , τόσο σκεφτόμουν την ιδέα ότι δεν υπάρχει κορυφή. Μου έλεγε πως κανέναν δε νοιάζει ποιος πραγματικά είμαι και πως αν δεν βγω απ τον μικρόκοσμο μου, μόνο μυγάκια θα με επισκέπτονταί. Μου έλεγε, πως οι κορυφές είναι πολλές και πως είμαι τουλάχιστόν αφελής αν πιστεύω πως στέκονται μόνες τους στον αέρα. Μου είπε ακόμα πως η άγνωστη κοπέλα με ξεγέλασε και πως καλό θα ήταν να αναρωτηθώ τι μου πήρε για να μου δώσει το κουτάκι με τον στόχο της κορυφής .
Αφού κι εγώ δεν έλεγα να υποχωρήσω και μέσα στην μοναδικότητα μου, δεν πίστευα κανέναν άλλον παρά μονό την τέλεια προσωπικότητα μου, εξακολουθούσα να διώχνω το μυγάκι που είχε αρχίσει και πάλι να πετάει μαχόμενο. Στην προσπάθεια του να μου πει κι άλλα απ αυτά που δεν ήθελα να ακούσω, σταμάτησε μπροστά στα μάτια μου και μου είπε αυστηρά.
-Εντάξει λοιπόν , θα φύγω. Άλλα να θυμάσαι πως αυτή η λάμπα που ανάβει με κάθε κλικ το πορτατίφ σου , κάποια μέρα θα σβήσει, θα καεί για πάντα και τότε δε θα χρειάζεται να έρχομαι. Θα βρω άλλου φως να ταξιδεύω και τότε θα εύχεσαι να ήμουν εκεί, θα παρακαλάς για λίγο φως ακόμα.
Έτσι μου είπε και έφυγε από μπροστά μου.
Είχε δίκιο. Πότε δεν είχα σκεφτεί ότι αυτή η λάμπα θα καεί μια μέρα.
Δεν ήμουν αθάνατος τελικά, ούτε μοναδικός. Η γιαγιά μου δεν ήταν αρχηγός της φυλής των φαΐγιάγια και σίγουρα δεν είχε πατήσει κανείς να δει ποιος πραγματικά είμαι. Αισθάνθηκα χαζός όταν κατάλαβα πως δεν υπάρχει κορυφή που να στέκεται μόνη της και πως η κοπέλα με τα χίλια πρόσωπα με ξεγέλασε. Μα ποιο πολύ φοβήθηκα όταν κατάλαβα τι μου είχε πάρει εκείνη την μέρα για αντάλλαγμα.
Ήταν φοβερό πως μια μάχη με ένα μυγάκι με έκανε να δω καθαρά, με έκανε να καταλάβω πως αυτό που είχε ξεριζωθεί από μέσα μου - για να πάρω ένα κουτάκι, έτσι ώστε αν έρθει κάποιος στον κόσμο μου να δει ποιος πραγματικά είμαι, ήταν αυτό το παιδί που είχε το χάρισμα να μετατρέπει το κλάμα σε γέλιο και το γέλιο σε κλάμα. Το παιδί που κάτω απ την δέσμη του δεν χρειαζόταν τίποτα, κανένα σκηνικό, κανέναν να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι. Αυτό μου είχε πάρει εκείνη η γυναίκα. Την απλότητα του να είσαι παιδί και την σπουδαιότητα να ζεις αυθόρμητα τις διαθέσεις σου.
Κι ήταν τότε που άρχισα να γράφω ιστορίες , όχι για να κάνω τον κόσμο καλύτερο, μόνο για να κερδίσω τον χαμένο χρόνο, έτσι ώστε αν ερχόταν κάποιος στον φωτεινό μου κόσμο , να κάναμε απλά, καλή παρέα.
Για να μπορέσω να πω στα πορτατίφ που έρχονται πως είναι τρομαχτικό να μην ανταμώνουν οι άνθρωποι , πως είναι ασχήμια να μπουκώνεις με σκηνικά κάτι που έχει λευκόχρυση λάμψη από μόνο του.
Κι άρχισα να γράφω ακόμα , για να μπορέσω μια μέρα , αφού αθάνατος δεν είμαι τελικά , να μπαίνω κρυφά σε κάποιο φως , να γίνόμαι μυγάκι στο δικό σου πορτατίφ, έτσι, για να με θυμάσαι.
Γιώργος Λεμπέσης
240710
Γιώργο πολύ όμορφη η ιστορία σου και νομίζω πως αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές πολλών ανθρώπων!Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ ευχαριστώ Άννα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε συ γιωργο ποσα μπραβο να σου πω και να σου γραψω,με συγκινησες και με συγκινησες παρα πολυ!χαιρομαι τοσο πολυ, μα τοσο πολυ που εισαι το μυγακι μας(ΟΛων μας)και μπαινεις στα δικα μας πορτατιφ!τα ταλεντα πρεπει να φαινονται και εσυ θα φαινεσαι για παντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔωσε απο μενα ενα πολυ γλυκο και τρυφερο φιλι στη Φωτεινη και τον Δημητρη ειναι ΥΠΕΡΟΧΟΙ,δεν θα ξεχασω ποτε την πολυ ζεστη φιλοξενια σας!:)
Θα δώσω Ρουλίτσα μου !!! Να σαι καλα.. keep in touch
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίος ρε Γιωργάκη :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι λέξεις σου με ταξίδεψαν με όμορφες εικόνες και ατέλειωτες αναμνήσεις..
Χαθήκαμε ρε φίλε. Κρίμα απ' τη μία, ποτέ δεν είναι αργά απ' την άλλη.
Θα τα πούμε σύντομα.. είμαι σίγουρος! :)
Συμφωνώ...ποτέ δεν είναι αργά..
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι όλοι να συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως τι αξίζει να έχουμε γύρω μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ έξυπνο και γλυκό κείμενο! Μπράβο σου!
Ευχαριστώ που με έκανες να το διαβάσω!