Η ΠΡΩΤΗ «ΠΤΗΣΗ»
του Γιώργου Δ. Λεμπέση
Ξαφνικά σιωπή… Μια αόρατη μοίρα που μαγνητίζει ενέργειες , ήταν πια έτοιμη να βγει στη σκηνή. Όλοι οι μεγάλοι πατέρες είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν ανήσυχοι την εντολή του μέγα σκηνοθέτη, που διαλέγει μόνος τις στιγμές της κάθε πράξης.
Εγώ ήμουν εκεί. Έτοιμη να βγω για πρώτη φορά. Προορισμένη και κατασκευασμένη γι αυτή τη στιγμή, ευχόμουν η τύχη, να με κάνει να καταφέρω να φτάσω μέχρι το τέλος. Δεν ήξερα τι θα δω ούτε πόσο χαμηλά μπορώ να φτάσω. Ήξερα όμως πως αυτό το ταξίδι ήταν δικό μου. Είχα εκλεχθεί απ΄ την ιστορία του κόσμου, να είμαι η πρώτη που θα έβγαινε αυτή τη φορά. Η πρώτη που θα άγγιζε την μυρωδιά του αέρα, σαν προπομπός ευχάριστης είδησης κι η πρώτη που θα ανέβαινε ξανά σε τούτη τη σιωπή , σαν γυρισμός ξενιτεμένου.
Πριν προλάβω να ξεκλέψω μια ματιά σ ότι υπήρχε εκεί έξω, η απόφαση είχε παρθεί. Έπρεπε να βγω. Η εντολή στα μικροσκοπικά μου αυτιά , δόθηκε μ ένα θόρυβο σαν να ταρακουνιόταν ολόκληρος ο ουρανός και με μια λάμψη τόσο ντροπαλή που ούτε να την κοιτάξεις δεν προλαβαίνεις.
Με μια χορευτική φιγούρα βρέθηκα στο κενό. Στο απόλυτο κενό που σε βαραίνει τόσο , λες κι έχεις στο σώμα σου σακιά και δεν μπορείς να επιστρέψεις. Πτώση κι η γη όλο και πιο κοντά. Πτώση κι ουρανός να σε χαζεύει.
Το ταξίδι είχε ξεκινήσει κι ο αέρας ήδη είχε αρχίσει να μου γρατζουνάει τα μάγουλα. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου κι όσα καλά κι αν ήμουν προετοιμασμένη γι αυτήν μου την μύηση, δεν κατάφερα να υπολογίσω πόση ώρα θα διαρκούσε ο δρόμος. Το μόνο που μ ένοιαζε ήταν να φτάσω στο μηδέν. Στο απόλυτο τέλος, αυτό που ο μύθος θέλει να μοιάζει με λύτρωση με πένθος και με γέννα. Ήθελά όσο τίποτα να φτάσω εκείνη τη στιγμή.
Είχα ακούσει να λένε μέσα στην υγρασία, πως την ώρα που ξυπνάει η καινούργια μέρα στον κόσμο που υπάρχεις ανθίζει μόνο μια στιγμή , που σαν να νυχτώνει μοιάζει. Είναι αυτή η ερωτική συνύπαρξη της αρχής και του τέλους που γεννιέται στη ζωή σου δυο φορές. Όταν αρχίζεις κι όταν τελειώνεις τη διαδρομή. Εγώ ήμουν σίγουρη πως αν το δεις και το ζητήσεις, γεννιέται περισσότερες φορές κι αυτό ήθελα ενδόμυχα να αποδείξω , όποια κι αν ήταν η μοίρα μου. Άλλωστε ήμουν μόλις στην αρχή και δεν είχα περιθώρια απαισιοδοξίας.
Μέσα σε ποικίλες σκέψεις και έντονα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, άρχισα να μπαίνω όλο και πιο βαθιά στο ρόλο που είχα εκλεχθεί να παίξω. Δεν έπρεπε για κανέναν λόγο να κοιτάξω πίσω όσο κι αν το μπροστά ήταν ακόμα άγνωστο. Φούσκωσα λίγο ακόμα από αέρα και η ταχύτητα των στιγμών όλο και γρηγόρευε. Στην αρχή ήμουν μόνη. Εγώ και το μεγάλο φως, αυτό που σε μπερδεύει καμιά φορά και δεν γνωρίζεις αν τελείωσες ή αν μόλις άρχισες. Λίγες στιγμές μετά , το ταξίδι μου άρχισε να αποκτά άλλη μορφή. Όλο και περισσότεροι έμπαιναν στη σκηνή κι όλο η αγωνία να προλάβω πριν με φτάσουν οι αδερφές μου μεγάλωνε. Έπρεπε βλέπεις να κρατήσω την πρωτιά μέσα σε τόσο ανταγωνισμό και να κρατήσω τα μάτια μου στον στόχο.
Ένα ατέλειωτο κοπάδι με πουλιά φάνηκε στην πορεία μου και στάθηκα λίγο να χαζέψω αυτό το πολύχρωμο φευγιό. Ανήσυχοι ήταν οι όρνιθες γεμάτες αγωνία. Σαν κάτι να χαν χάσει κι αν το έβρισκαν μάλλον δε θα ήταν για καλό.
Ακούμπησα σ ένα απ τα φτερά τους θέλοντας να μάθω τι συμβαίνει.
Εκείνες θυμωμένες γκάριζαν «Που που που που.. ναι αυτός που μας εκκάλεσε, που που που που.. σε πιο μέρος βόσκει…» και ύστερα μου απάντησαν πως ψάχνουν λεει κάποιον Αριστοφάνη να τον εκδικηθούν. Χιλιάδες χρόνια τώρα τον ζητάνε στον ουρανό, μα δεν έχει κάνει να φανεί. «Γιατί να τον εκδικηθείτε?» Ρώτησα ξαπλωμένη στη ράχη ενός στρουμπουλού όρνιθα. «ααα.. προδοθήκαμε πάθαμε ανόσια , καταπάτησε νόμους αρχαίους και τους όρκους τον όρνιων επρόδωσε..» , απάντησαν όλες μαζί σαν μουσική και χορός που βγαίνουν αγκαζέ στη σκηνή. «δυο χιλιάδες καιρούς κουραστήκαμε, ο κόσμος ποτέ δεν αλλάζει… πότε θ ανέβούν καινούργιες λέξεις στο σανίδι , ιδέες δεν έχουν πια οι άνθρωποι ..?»
Είχα στα αλήθεια πολύ όρεξη να συνεχίσω την κουβέντα μαζί τους και μάλιστα να βοηθήσω στη εύρεση αυτού του Αριστοφάνη, όμως είχα μια αποστολή και το δικό μου έργο, έπρεπε να φτάσει μέχρι το τέλος.
Πήδηξα αποχαιρετώντας τα πουλιά και συνέχισα προς τον κόσμο.
Όσο πέρναγε η ώρα , ακούστηκε ξοπίσω μου άλλη μια τρανταχτή βοή, όπως και αυτή που σήμανε όταν βγήκα πριν από λίγο. Τότε κατάλαβα πως άρχιζαν να ζεσταίνονται κι οι άλλες αδερφές μου κι ότι πολύ σύντομα δε θα ήμουν μόνη σ αυτό το ταξίδι. Άσε που υπήρχε πάντα κίνδυνος να με προσπεράσει καμιά πιο γρήγορη και πιο γεροδεμένη. Έβαλα κάτω το κεφάλι κι έκανα την αεροδυναμική μου να μοιάζει με οβίδα. Συνέχιζα να κατεβαίνω, όλο και πιο κοντά στον κόσμο μα πάντα μέσα στο ρόλο μου, πάντα πιστή στην εντολή μου.
Ξαφνικά , μέσα στον δυνατό αέρα, είδα απ τα δεξιά μου, να έρχεται με φόρα ένα τρένο , σαν φάντασμα με μια μεγάλη σιδερένια μύτη και πολύ καπνό. Πριν προλάβω να αντιληφθώ και να το αποφύγω , βρέθηκα πάνω στην σκεπή του πρώτου βαγονιού. Είχε τζαμένια οροφή κι όλα φαινόντουσαν καθαρά. Όμως δεν είχα χρόνο για χάζι ούτε και ήξερα ποιοι ήταν όλοι αυτοί μες στα βαγόνια. Το μόνο που καταλάβαινα είναι πως η πορεία του τρένου ήταν εντελώς αντίθετη με τη δικιά μου. Σχεδόν την έκοβε στην μέση γι αυτό κι έπρεπε να ξεφύγω. Άρχισα λοιπόν να πηδάω με κάθε ρίσκο , από βαγόνι σε βαγόνι. Από τζαμένια σκεπή σε τζαμένια σκεπή μέχρι να φτάσω στο τέλος του τρένου και να συνεχίσω. Μέσα του έριχνα κλεφτές ματιές μήπως και γεμίσω με εικόνες την ολοκαίνουργια ζωή μου, καθώς το τρένο έσχιζε τον αέρα. Είδα παράξενους ανθρώπους και πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Είδα ένα κύριο φαλακρό με λεπτά στρογγυλά γυαλιά να μιλάει σ έναν ψηλό τύπο με σηκωμένο μαλλί, αστραφτερά ρούχα και ψηλό γιακά. Και μια κυρία με υπέροχη μύτη που σκάλιζε το τραπεζάκι του βαγονιού δείχνοντας να βαριετέ τα πειράγματα κάποιου μουσάτου με χιτώνα και σανδάλια. Δεν ήξερα ποιοι ήτανε όλοι αυτή ούτε πόσο καιρό τριγύριζαν μέσα στον ουρανό , καταλάβαινα όμως πως ήταν πολύ σημαντικοί και όμοιοι μ αυτούς που σε λίγο θα συναντούσα.
Μέσα σ αυτές τις σκέψεις, βρέθηκα χωρίς να το αντιληφθώ στο τελευταίο βαγόνι. Στάθηκα στην άκρη της λαμαρίνας , τους ευχήθηκα καλή συνέχεια ξέροντας πως κανείς δε με ακούει και βούτηξα πάλι στο δικό μου κενό.
Ο τρίτος θόρυβος που έκανε τον ουρανό να τραντάζετε ήταν το σύνθημα ότι οι αδερφές μου είχαν μόλις ξεκινήσει το ταξίδι και ξοπίσω μου έτρεχαν σαν τις λυσσασμένες όρνιθες που είχα συναντήσει στην αρχή. Σίγουρα ήθελαν την πρωτιά όσο όμοιες μου κι αν ήταν. Εγώ όμως απολάμβανα την πτώση κι αφηνόμουνα γλυκά σ αυτή την εμπειρία. Ήθελα να κάνω την πορεία προς το τέλος γνώση και το πένθος της λύτρωση. Συνέχισα να πέφτω, μπαίνοντας ακόμα πιο βαθιά στο ρόλο μου. Δεν θα με έφταναν οι αδερφές μου και σίγουρα δεν υπήρχε τίποτα να πάει στραβά στο καθοδικό μου ταξίδι.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτή τη σκέψη έπεσα με φόρα πάνω σ ένα τεράστιο μεταλλικό πουλί με μεγάλα σιδερένια φτερά και πολλά πολλά τζαμάκια σαν κι αυτά που είχε στη σκεπή του το τρένο. Κύλησα ανήμπορη προσπαθώντας να κρατηθώ από κάτι προς την κυρτή επιφάνια του σιδερένιου πουλιού. Ήταν αδύνατον να κρατηθώ , έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και τα κομμάτια μου άρχισαν ένα ένα να σπάνε. Τσούλησα προς τα κάτω και βρέθηκα σ ένα τζαμάκι που μπορούσα να δω μέσα του. Ένα μικρό παιδί με είδε να παλεύω με την ταχύτητα και μάλλον ένιωσε την αγωνία μου. Αισθανόμουν πως θα διαλυθώ εντελώς και πως ο κόσμος δε θα μου δώσει το πολυπόθητο μπράβο με τη λήξη της αποστολής μου. Είχα και τον φόβο πως οι αδερφές μου θα με προφτάσουν βλέποντας με να παλεύω να ξεκολλήσω απ αυτό το τζάμι.
Κοίταξα ψηλά κι οι φόβοι μου ήταν όλοι εκεί. Οι αδερφές μου όντως με είχαν πλησιάσει και το σώμα μου σιγά σιγά κομματιαζόταν. Ήθελα να κάνω την προσευχή μου και να ζητήσω συγγνώμη απ τους μεγάλους πατέρες που δεν τα κατάφερα, ώσπου αυτό το μικρό παιδί που βρισκόταν μέσα στο πουλί άρχισε να χτυπάει το τζάμι με μανία. Σαν να ήθελε να με διώξει , να με αφυπνίσει ή να με βοηθήσει να συνεχίσω έμοιαζε. Όποιες όμως κι αν ήταν οι προθέσεις του, για μένα μεταφράστηκαν σαν θαύμα, σαν να μου έκλεινε το μάτι ο μεγάλος σκηνοθέτης λέγοντας μου , «Φτάσ’ τo μέχρι το τέλος, δώσ’ μου μια καλή ανατροπή».
Αυτό ήταν , κατάφερα να ξεκολλήσω απ το μεγάλο πουλί και συνέχισα χωρίς τίποτα να με νοιάζει. Μια απ τις αδερφές μου είχε σχεδόν ακουμπήσει το σώμα μου άλλα η μανία της να με προσπεράσει την έκανε να διαλυθεί σε χιλιάδες κομμάτια που χάθηκαν πίσω στον αέρα.
Εγώ έφτανα προς το τέλος. Λίγες στιγμές είχανε μείνει για το μεγάλο φινάλε κι η πόλη φαινόταν πλέον καθαρά. Σε λίγο θα έβλεπα και τους ανθρώπους κι αν ήμουν τυχερή θα έβλεπα και την καινούργια γέννηση μου.
Η ταχύτητα μου ήταν τώρα μεγάλη και η πορεία μου ευθεία. Δίπλα μου σαν καλωσόρισμα βούτηξε ένα φιλικό σπουργίτι που μου έδωσε τις τελευταίες οδηγίες για την είσοδο μου. «Τους ξέρω καλά τους ανθρώπους» μου είπε σε κατακόρυφη κλήση «Μην τους τα δώσεις ποτέ όλα , δε θα στο συγχωρήσουν ποτέ» Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και θα μουν εκεί.
Έκλεισα τα μάτια κι απόλαυσα το τέλος του ταξιδιού πέφτοντας με φόρα σε ένα γυναικείο μάγουλο που καθόταν μ ένα βιβλίο σ ένα παγκάκι στο πάρκο της πόλης. Η φωνή της με το που διαλύθηκα στο δέρμα της ήταν για μένα η λύτρωση, η γέννα. Χιλιάδες χειροκροτήματα στο τέλος της παράστασης , σαν αγκαλιά στην ψυχή μετά την αυτοτιμωρία.
Τρεις λέξεις της ήταν η επιβεβαιώσει ότι τα κατάφερα. «Μάλλον θα βρέξει» είπε η γυναίκα και τότε άρχισα να κοιτάω ξανά τον ουρανό έτοιμη να γυρίσω πίσω.
Ήταν σίγουρα η πιο ωραία πτήση της ζωής μου. Δεν ήταν μόνο που είχα καταφέρει να αγγίξω τη γη και να φέρω την είδηση στους ανθρώπους. Ήταν που είχα την ευλογία να διαλυθώ σε κομμάτια και να ανέβω ξανά στον ουρανό. Κι ίσως έτσι, σαν ανταμοιβή, να διάλεγε ξανά ο μέγας σκηνοθέτης εμένα, να είμαι η πρώτη σταγόνα της βροχής.
Γιώργος Λεμπέσης
150611