ΗΜΙ-ΟΜΟΡΦΟΙ
του Γιώργου Δ. Λεμπέση
Λευκό χαρτί . Έτσι λένε για την ψυχή ενός παιδιού, πως είναι
λευκό χαρτί , που πάνω του ζωγραφίζετε ο
δρόμος , η μοίρα , τα βήματα του χρόνου. Μέρα με τη μέρα , διαδρομή με τη
διαδρομή, το χαρτί γεμίζει. Άλλες φορές με ζωγραφιές , άλλες με μουτζούρες.
Το μόνο σίγουρο είναι , πως δεν έχω ιδέα για το πώς μπορεί να
βλέπει ένα παιδί αυτή την πόλη και γενικότερα τη ζωή αυτές τις μέρες. Ίσως καλύτερα , αντί να πω «δεν έχω ιδέα» να
έπρεπε να πω «δεν θυμάμαι». Πάει καιρός από τότε που μπορούσα να δω τον κόσμο
αλλιώς κι έτσι κι εγώ όπως και όλοι μας, ξέχασα να τον κοιτάζω στα μάτια , να
του θυμώνω , να του γελάω, μα κυρίως, ξέχασα να του λέω την αλήθεια.
Έτσι αποφάσισα , να αφήσω να μου σφίξει το δάχτυλο ένας
μπόμπιρας και να με πάει μια βόλτα στην Αθήνα.
Ανεβαίναμε απ την Ομόνοια προς το Σύνταγμα . Ο δρόμος
γεμάτος απορίες για τον μικρό που εύλογα, αναζητούσαν απαντήσεις κι έναν
ευφάνταστο τρόπο για να μπουν τα κομμάτια στη θέση τους. Κοίταγε δεξιά κι
αριστερά με ένα ξαφνιασμένο και έντονα μοναχικό βλέμμα σαν να έβλεπε κάτι που
είχε να δει καιρό. Σαν κάτι που άφησε φωτεινό και άρτιο πριν φύγει και τώρα που
γύρισε το βρίσκει ρημαγμένο. Ένα βλέμμα σαν να με ρώταγε «μα πως κάνετε έτσι
τον κόσμο» . Ωστόσο σίγουρα η απορία του δεν ήταν αυτή. Αυτό είναι μια ενήλικη
ρομαντική και κάπως δραματική προσέγγιση που συνηθίζουμε να κάνουμε μη θέλοντας
να απλοποιούμε και να γειώνουμε τις καταστάσεις. Οι ερωτήσεις του ήταν απλές
και οι απαντήσεις μου θα έπρεπε ιδεατά, να είναι απόλυτα αληθινές μιας και κάτι
τέτοιες στιγμές , κρατάμε το μολύβι και γράφουμε σε αλλουνού χαρτί.
Λίγο πριν , είχαμε περάσει απ την λεωφόρο 3ης Σεπτεμβρίου και φυσικά με
ρώτησε τι είχε γίνει τότε. Εύκολη ερώτηση σκέφτηκα. Του είπα γεμάτος σιγουριά πως εκείνη την μέρα
το 1843, οι Έλληνες επαναστατώντας , διεκδίκησαν το πρώτο σύνταγμα της χώρας. Όμως
η ερώτηση είχε και συνέχεια , κάτι το οποίο δεν περίμενα και σίγουρα δεν ήμουνα
προετοιμασμένος. «Και γιατί δεν γιορτάζουμε την 3η Σεπτεμβρίου, όπως κάνουμε στις 25 Μαρτίου?» με ρώτησε
κάπως θυμωμένα.
Ήθελα να του πω, πως
κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να θυμόμαστε , να του εξηγήσω τι σημαίνει χρυσώνω
το χάπι , να του πω όλη την αλήθεια για τους ξένους προστάτες και για την
τεχνική της δωροδοκίας με αντάλλαγμα.
Όμως σκέφτηκα πόσες φορές του
είχα πάρει παγωτό για να μην κλαίει και πόσες ακόμα του είχα υποσχεθεί το λούνα
παρκ για να μείνει φρόνιμος. Φοβήθηκα μη καταλάβει την τεχνική μου και έτσι
δειλά του απάντησα πως κάποια πράγματα ξεθωριάζουν στον χρόνο και πως ο κόσμος
προχωράει μπροστά. Γι αυτό και δεν γιορτάζουμε αυτή την επέτειο. Έτσι του είπα
κι εκείνος με κοίταξε έντονα μη μπορώντας να καταλάβω αν με πίστεψε.
Συνεχίσαμε προς τα προπύλαια ενώ δίπλα μας πέρναγαν ομάδες
κουκουλοφόρων με καδρόνια και πειρατικές σημαίες , που κατευθύνονταν προς την
νομική . Ο μικρός τρόμαξε λίγο απ τη βαβούρα όμως του έγνεψα ενθαρρυντικά λέγοντας του ότι δε θα μας πειράξουν. Εκείνος
με τα φρύδια σουφρωμένα, μου είπε σαν ετυμηγορία τιμωρίας. «Οι πειρατές είναι
κακοί . Η αστυνομία θα τους πιάσει και θα τους κλείσει φυλακή» είπε θέλοντας να
κρύψει τον φόβο του. Τότε σκέφτηκα τους
πειρατές της ιστορίας κι ήθελα όσο τίποτα να του εξηγήσω πως όλοι είναι μια
μεγάλοι παρέα και κανείς δεν πρόκειται να πιάσει κανέναν. Ήθελα να του πω πως
οι μεγάλες αυτοκρατορίες και οι μεγάλες θρησκείες χρηματοδοτούσαν κάποτε τους
πειρατές για να λεηλατούν προς όφελος τους , διατηρώντας πάντα την παράνομη
δράση τους στα μάτια της κοινωνίας. Τον κοίταγα και ήθελα να του πω ακόμα , ότι
οι κοινωνίες των ανθρώπων γέννησαν την εξουσία και πως η εξουσία δεν μπορεί να
συντηρηθεί χωρίς τον αντικατοπτρισμό ενός εχθρού. Τότε θυμήθηκα πόσες φορές τον
είχα αφήσει να με νικήσει στα παιχνίδια που παίζαμε και πόσες φορές ήμουνα ο
κακός πειρατής για να έχει κάποιον να νικάει. Χαιρόταν με τη νίκη του και
μεγάλωνε ο ηρωισμός του. Δεν ήθελα να του το χαλάσω κι έτσι απάντησα χαζεύοντας
τα επεισόδια. Ναι, οι πειρατές είναι οι κακοί..
Λίγο πιο κάτω , στο
άγαλμα του Κολοκοτρώνη , ο μικρός κοντοστάθηκε τραβώντας το χέρι μου. Νόμιζα
πως ήθελε να με ρωτήσει για τον γέρο του Μοριά, μα πάνω που ξεκίνησα να του λέω
για τον Έλληνα ήρωα , εκείνος σταμάτησε το βλέμμα του πάνω σε έναν άστεγο που
καθόταν σκυθρωπός και κουρασμένος πάνω σε κάτι κουρέλια. «Τι κάνει
εκεί αυτός ο άνθρωπος?» με ρώτησε με απόλυτη παιδικότητα «Είναι άστεγος» του
απάντησα και προσπάθησα να του εξηγήσω χωρίς να λερώσω την νεοφερμένη ψυχή του.
Η ώρα πέρναγε και οι ερωτήσεις έμοιαζαν όλο και πιο
απειλητικές. Έπρεπε να φύγουμε , άλλωστε πόσες φορές δεν του είχα πει , να μην
μιλάει σε αγνώστους.
Με ρώτησε για την αστυνομία , ήθελα να του πω για την
αρρώστια της εξουσίας , με ρώτησε για τις διαφημίσεις, ήθελα να του πω για τον
κοινό νου, με ρώτησε για την αγένια προσπάθησα να του πω για την παιδία με
ρώτησε και για την εκκλησία κι ήθελα να του πω για την διαχείριση των λαών. Δε
του είπα τίποτα, παρά του υποσχέθηκα πως θα πάμε στις κούνιες να βρούμε τους
φίλους του. Μόνο σε μια τελευταία ερώτηση βρήκα λίγο θάρρος να απαντήσω , μα κι
αυτή με υπαινιγμό. «Τελικά οι άνθρωποι είναι όμορφη η άσχημοι?» με ρώτησε καθώς
μπαίναμε στο μετρό. Τότε στ αλήθεια ήθελα να του πω , ότι οι άνθρωποι
γεννιούνται κακοί, άσχημοι. Έχουν βαριά κληρονομιά απ την ιστορία, γεμάτη αίμα
, διαφθορά και πόνο. Πως η μόνη γοητεία που τους κάνει να ομορφαίνουν , είναι
αυτή η προσπάθεια τους , να γίνουν από κακοί καλοί. Όμως του απάντησα,
κοιτώντας γύρο μου τον κόσμο , πως οι άνθρωποι, σ αυτή τη φάση της ιστορία ,
είναι ακόμα , ημι -όμορφοι.
Κι έτσι , έκλεισαν οι πόρτες του μετρό φέρνοντας ακόμα πιο
κοντά , το σπίτι μας.
..και πόσο ωραία θα ήταν να υπάρξει μελλοντικά μια γενιά που να γεννηθεί "καθαρή" και να μη χρειαστεί να προσπαθήσει ν' αποδείξει πως καμία σχέση δεν έχει με τα λάθη των προγόνων της κι ότι άμα θέλει, μπορεί και μόνη της να κάνει τα δικά της μοναδικά λάθη..!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε πολύ που η απάντηση ήταν "ημι-όμορφοι" (..κι όχι "ημι-άσχημοι")!
Πολύ ωραία ιστορία, καλησπέρα!