Γιώργος Δ. Λεμπέσης
«ΠΕΡΙ
ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑΣ»
Είναι άραγε οι άνθρωποι κακοί;
Ξέρω πως η κληρονομιά τους είναι
γεμάτη αίμα και λιγίσματα, όμως δεν μπορώ να νιώσω αυτή τη σκοτεινιά. Όταν
αγαπάνε, όταν ενώνονται, όταν συγχωρούν, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι μολυσμένο μέσα τους. Ακόμα κι όταν εκείνοι, γεμίζουν χαρακιές τον άνθρωπο τους δεν μπορώ να πω με σιγουριά, πως είναι
κακοί, πως ασχημαίνουν.
Λένε, πως γίνονται
γοητευτικότεροι οι άνθρωποι τις στιγμές που προσπαθούν. Πως αυτό που τους κάνει
να ομορφαίνουν, είναι η επιθυμία τους να ξεφύγουν απ’ αυτή την κληρονομία. Η
ανάγκη κι ο αγώνας τους να γίνουν καλύτεροι, να πετάξουν από πάνω τους τον
θάνατο.
Ίσως, όντως, να μην είμαστε κακοί. Ίσως να μην έχουμε πρόθεση να
πληγώσουμε ή να προδώσουμε κανέναν. Κι ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, όλα αυτά
που μας κάνουν να πατάμε τους όρκους της αγάπης, να είναι απλά η αντίσταση σ’
αυτή τη συμπαντική συμφωνία, που φορεμένη πάνω μας από την πρώτη ανάσα,
περιμένει το τέλος μας, για να εκπληρωθεί.
Είμαστε πλάσματα, φτιαγμένα από τα περισσεύματα των θαυμάτων. Κεντημένοι
με πάθη κι αντιφάσεις, γυαλισμένοι μ’ αισθήματα και απορίες.
Προγραμματισμένοι για λύτρωση, εκπαιδευμένοι για αυτοκαταστροφή.
Και πριν τo θαύμα, πριν τη ζωή, μια
συμφωνία που μας δίνει το δικαίωμα της ύπαρξης, μόνο με έναν όρο. Τη φθορά.
"Θα γίνεις ζωή, όμως θα φθείρεσαι μέχρι να ξεχρεώσεις. Θα
είσαι το θαύμα, όμως θα χαλάς κάθε μέρα, ώσπου να στερέψεις”.
Γι’ αυτή τη συμφωνία μιλάω. Τη σύμβαση της ύπαρξης, που λέει
ξεκάθαρα, πως για να ζεις, θα πρέπει να φθείρεσαι.
Γι’ αυτή τη συμφωνία, που άλλοι τη λένε μοίρα, άλλοι Θεό, άλλοι
τύχη και κάποιοι ευκαιρία.
Και γιατί απιστούν; Γιατί προδίδουν και πληγώνουν ο ένας τον
άλλον; Ποιος δαίμονας τους βάζει κι όλο καρφώνουν τυφλωμένοι τις σάρκες τους;
Όσο περνούν τα χρόνια, κι όσο αυτή η συνθήκη εμφανίζεται όλο και
πιο πολύ στον καθρέφτη μας, δέσμιοι και φοβισμένοι, ψάχνουμε τρόπους διαφυγής.
Μικρές ευκαιρίες απόδρασης μήπως και καταφέρουμε έστω και για λίγο, να
ξεφύγουμε απ’ τη φθορά. Λες κι έτσι, θα γλιτώσουμε από τη σύμβαση της ίδιας μας
της ύπαρξης. Λες κι έτσι θα γλιτώσουμε απ’ τον θάνατο.
Λίγο-λίγο, φορτωνόμαστε χαρακιές και λυγίσματα, μέχρι να βρούμε
κάποιον, να μοιραστούμε τη φθορά μας. Τον άνθρωπο μας, αυτόν που θα συγχωρεί
και θα ανέχεται την αποδόμηση μας και ως αντάλλαγμα θα συγχωρούμε και θα ανεχόμαστε
τη δική του.
Πόσο αγάπη πρέπει να υπάρχει για να δεχτείς τη φθορά του άλλου
και πόσο δύναμη για να δεχτείς, πως μόνο εσύ θα φθείρεσαι στα μάτια του
συντρόφου σου.
Είναι δύσκολο τη στιγμή της ωραιότητας να δεχθείς πως ο
ασυμβίβαστος ερωτισμός θα γίνει μια μέρα συνήθεια. Κι έτσι γινόμαστε ζευγάρια
κι ανταλλάσσουμε όρκους αιώνιας αφοσίωσης.
Ύστερα, όμως, λοξοδρομούμε. Όταν οι μέρες αρχίζουν και μοιάζουν,
κοιτάμε αλλού. Κι όταν οι λέξεις αρχίζουν και μοιάζουν, χάνονται τα βλέμματα κι
όταν οι ήχοι δεν ακούγονται καν, ένας άλλος άνθρωπος, παίρνει τον ρόλο του
αθάνατου. Αυτού που κρατάει την υπόσχεση πως δίπλα του, θα γινείς κι εσύ ξανά άτρωτος,
ωραίος, νέος. Μπαίνει στη ζωή ο άνθρωπος που θαρρείς πως δεν θα φθαρεί ποτέ, και πως
δίπλα του, παρακάμπτεις κι εσύ την αρχική συμφωνία. Πιστεύεις πως κοντά του,
ούτε κι εσύ θα φθαρείς ποτέ.
Γι’ αυτό και απιστούμε. Γι’ αυτό γινόμαστε σκληροί και πυροβολούμε
τις ερωτικές επιλογές μας, αποδομούμε τον άνθρωπο που σε κάποιο σημείο του
δρόμου, βλέπαμε πάνω του μόνο την ωραιότητα. Αλλά τι είναι μια ωραιότητα μετά
την αποδόμηση της; Όταν τη συνηθίζεις; Είναι φθορά η αποκάλυψή της. Είναι η
επιστροφή στη συμφωνία. Συνειδητοποιούμε ότι ο δρόμος οδηγεί στο τέλος. Και για
πες μου, σε ποιον αρέσει το τέλος; Έτσι συνδέουμε τη συνήθεια με την αποπληρωμή
αυτής της σύμβασης. Κι έτσι αυτός που μας ενεργοποιεί αυτή τη θύμηση , γίνετε αυτομάτως,
φταίχτης και κατάδικος. Υπεύθυνος για την όποια μορφή ασχήμιας που κολλάει στο
σώμα και στο νου.
Ίσως γι’ αυτό να λέει κι η θρησκεία, ου μοιχεύσεις. Ίσως είναι ο
φόβος της μήπως και ξεφύγουμε απ’ τη θεϊκή συμφωνία.
Κι αν καμιά φορά το ‘σκαμε από αυτή τη συμφωνία και θέλουμε στα
μάτια κάποιου άλλου να γίνουμε εμείς οι άφθαρτοι, είναι γιατί έχουμε στο αίμα
μας το φευγιό. Έχουμε στο αίμα μας την κίνηση, την αλλαγή. Μα όταν κι αυτή η
αλλαγή γίνει γριά, θέλουμε κι αυτή να την αλλάξουμε. Τότε διπλά προδομένοι,
γυρίζουμε στη γνωστή φθορά μας, υποτελείς μα ζωντανοί, να εκπληρώσουμε την
αρχική συμφωνία.
Ένα φευγιό, ένα σκασιαρχείο από τη φθορά είναι τελικά η απιστία.
Όχι ανάσα, ούτε άδεια εξόδου σε βαρυποινίτη. Φευγιό που για να ‘χει αξία, θα
πρέπει μέσα του να στήνεις τον πιο σπουδαίο γυρισμό. Γιατί η συμφωνία είναι
συμφωνία και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτή.
Όπου κι αν πας λοιπόν, όσες ομορφιές κι αν λαχταρίσεις, θυμήσου
πως όλοι γύρω σου φθείρονται και χαλάνε. Θυμήσου πως κανείς δεν κατάφερε να
κρύψει ή να κρυφτεί από αυτό. Πως το μόνο που έχει αξία κι αυτό που μένει τελικά,
είναι να διαλέξεις σωστά, με ποιον θα μοιραστείς τη φθορά σου. Ποιος θα είναι
αυτός, που δε θα ντραπείς να λυγίσεις μπροστά του, και που η ωραιότητα του θα
χαθεί μαζί με τη δική σου. Για όλους τους άλλους θα είστε η αμαρτία, το άπιαστο,
το ιδανικό, όμως ο ένας για τον άλλον θα είστε άλλη μια μέρα, θα είστε αγάπη
και φως, θα είστε η προσπάθεια που μας κάνει ομορφότερους.
Γι’ αυτό σου λέω, ίσως δεν είναι σκοτεινιά αυτό που περιγράφω,
γιατί αν αγαπιούνται οι άνθρωποι, μοιάζει με τέχνη η φθορά. Κάθε σημάδι της και κάθε
χαρακιά, είναι ένας λόγος για να αντέχεις. Είναι ένα χέρι για να πιαστείς , μια
καληνύχτα για να συνηθίζεις τις νίκες.
Κι αν αντέξουν οι φθορές κι αν μπορούν να συνυπάρξουν οι σιωπές
μας, τότε μια νέα συμφωνία θα εμφανιστεί και θα 'ναι η
απόδειξη πως όσο σκληρή κι αν είναι η φθορά , τόσο κι άλλο τόσο όμορφη είναι η
ζωή που συμφωνήσεις να ζήσεις. Κι έτσι οι άνθρωποι, μόνο
κακοί δε θα 'ναι τελικά κι έτσι θα βγάζε νόημα κι αυτή η συμφωνία.
Μα πιο κοντά στα μέτρα των ανθρώπων, θα βγαζε
νόημα αν η ανάγκη για φευγιό, κρατούσε το σώμα σε τροχιά, το νου σε μόνιμη ξαγρύπνια.
Όσο ο κύκλος θα μένει ζωντανός, μέχρι ο άνθρωπος, να συγχωρέσει την αμαρτία, αυτή η
ανάγκη θα είναι χαραγμένη στο δέρμα.
Κι έτσι κάθε φορά, λίγο πριν τη φθορά, λίγο μετά την απιστία, χωρίς
να περιμένεις απαντήσεις θα ρωτάς...είναι άραγε οι άνθρωποι κακοί?