Τα παραμύθια , όταν γεννιούνται.. είναι κάπως έτσι.. Χρυσίζουν στην τόση ησυχία κι αναπνέουν στην μεγάλη ανοιχτοσιά..

Κι ύστερα πολλαπλασιάζονται και στέκονται στα ράφια, αναπολώντας το ένα με το άλλο, την εποχή της νιότης τους , τότε που έπεφτε χρυσάφι από παντού.

Έτσι είναι , αλήθεια σας λεω.. δείτε..

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ο ΜΠΑΜΠΑΛΟΝΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΛΕΜΠΕΣΗΣ

 Ο    Μ Π Α Μ Π Α Λ Ο Ν Η Σ

Ο μικρός Ορέστης, ταρακουνούσε με μανία την λαστιχένια καμηλοπάρδαλη, που είχε μόλις παραδοθεί στο αφράτο του χεράκι. Η μισάνοιχτη κουρτίνα στο σαλόνι, άφηνε μια χούφτα ηλιαχτίδες να γαργαλάνε απαλά το παρκοκρέβατό του, κάνοντάς το να ξεχωρίζει απ’ όλα μες στο σπίτι. Το ψυγείο στο βάθος, φιλοξενούσε έναν αυτοκόλλητο μαυροπίνακα, που πάνω του ο μπαμπάς και η μαμά, έγραφαν τις υπενθυμίσεις και τα ψώνια της ημέρας με έναν δικό τους κωδικοποιημένο τρόπο.
- Σακσκουπ (πάρε σακούλες σκουπιδιών),
-Ντιστιμπριντέρ (να πας το αμάξι στο συνεργείο),
-Ήρθε η θεία Ευθυμία (σου έχω αφήσει τους λογαριασμούς στο γραφείο)
-Φρούτα (αγόρασε φρούτα και σοκολάτες) και
-Μην ξεχάσεις το μπαλόνι του Ορέστη.
Αυτή ήταν η λίστα της ημέρας που σηματοδοτούσε την αρχή, τη μέση και το τέλος της. Όπως είναι προφανές, το πιο ωραίο σημείο, ήταν το δώρο του μικρού, που χωρίς να το γνωρίζει, θα αποκτούσε το πρώτο μπαλόνι της ζωής του!
            Η μέρα κύλισε γλυκά μέσα στις μωρουδίστικες αποχρώσεις κι η νύχτα σιγά-σιγά πλησίαζε. Ο ήχος από τα κλειδιά στην πόρτα σήμαινε πως κάποιος -ή κάτι- θα εμφανίζονταν από πίσω της, κι έτσι ο μικρός έβγαλε απ’ το στόμα του το τηλεκοντρόλ εστιάζοντας απορημένος στην είσοδο του σπιτιού.
            «Ήρθε ο μπαμπάς;», ρώτησε με νάζι η μαμά καθώς άνοιγε η πόρτα. Ο Ορέστης την κοίταξε ξέροντας την απάντηση αλλά να, εδώ την είχε, και πώς θα την έλεγε με λέξεις;
«Ο μπαμπάς!», συμπλήρωσε με ενθουσιασμό.
Ο μπαμπάς όμως δεν ήταν μόνος του. Τον συνόδευε ένα  στρογγυλό διάφανο πράγμα σαν καρπούζι, δεμένο με μια κορδέλα, που πετούσε στον αέρα και κουτούλαγε στο ταβάνι. Ο Ορέστης κοίταζε αποσβολωμένος∙ από τη μια βρισκόταν το κεφάλι του μπαμπά που φαινόταν παραμορφωμένο πίσω απ’ τον νέο επισκέπτη κι απ’ την άλλη, αυτή η αιωρούμενη μπάλα που απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει προοριζόταν για εκείνον.  
«Αυτό είναι για σένα!», είπε με χαρά ο μπαμπάς, δίνοντας του ένα φιλί.

Το μπαλόνι έμοιαζε με αστραφτερό ήρωα στα μάτια του μικρού. Ο θαυμασμός του ήταν τόσο έντονος που το κοίταγε κάμποση ώρα, με τη γλωσσίτσα έξω, να στέκει καμαρωτό πάνω απ’ το κεφάλι του.
«Γεια χαρά! Είμαι το νέο σου φιλαράκι, ο Μπαμπαλόνης, και έχω φτιαχτεί για να σε κάνω χαρούμενο», είπε από ψηλά το μπαλόνι αφού πρώτα αναπήδησε τρεις φορές στο ταβάνι.
«Εγκήν γκην πρρρ!» απάντησε ο μικρός και τράβηξε το σχοινάκι του, δηλώνοντας με τον τρόπο του, πως ήταν πολύ χαρούμενος που θα έκαναν παρέα.

Ο Ορέστης και ο Μπαμπαλόνης, από εκείνη την στιγμή έγιναν αχώριστοι, λες και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον με έναν τελείως ασύμβατο αλλά πιθανό τρόπο, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις  σχέσεις των περισσότερων ανθρώπων! Οι σκανταλιές και οι περιπέτειεέ τους δεν είχαν τέλος.  Ο Μπαμπαλόνης, δεμένος στο πόδι του Ορέστη, σχεδίαζε επιδρομές και πρωτοστατούσε στο παιχνίδι.
«Παπαμάμ αα γκιν γκιν!» φώναζε ο Ορέστης, «Επίθεση!», απαντούσε ο φουσκωτός ήρωας δίνοντας κουτουλιές στο ταβάνι.
Οι δυο τους,  πάλευαν με Γαλατόδενδρα και Φωσφοριζέ Πιπιλίνους ενώ ξεκαρδίζονταν στα γέλια με τους ξυπόλητους Κουτουλάρες της Παπλωματούπολης!- Φφανταστικοί κόσμοι, και πλάσματα που μόνο οι δυο τους μπορούσαν να δουν., ήταν τις τελευταίες μέρες ο τρόπος που κύλαγε ο χρόνος.
Ο Ορέστης και ο Μπαμαπλόνης, ήταν πλέον σαν αδέρφια και όλα, τα έκαναν μαζί. Ο μικρός έτρωγε και το μπαλόνι τον κοιτούσε από ψηλά. Εκείνος κοιμόταν, αυτός τον πρόσεχε δεμένος απ την κούνια, κι όταν καμιά φορά ο Ορέστης πήγαινε βόλτα με τον μπαμπά και τη μαμά, ο Μπαμπαλόνης τον περίμενε σχεδιάζοντας τη νέα τους περιπέτεια.
Όσο περνούσαν οι μέρες με παιχνίδια και χαρές, συνέβαινε κάτι που κανείς δεν είχε φανταστεί. Ο Μπαμπαλόνης λίγο-λίγο, ξεφούσκωνε χάνοντας τη λάμψη του. Μίκραινε και ζάρωνε όπως συμβαίνει με τους μεγάλους ανθρώπους, ώσπου μια μέρα, βάρυνε τόσο πολύ που άρχισε να χάνει εμφανώς ύψος.  Ο Ορέστης το παρατήρησε άλλα δεν έδωσε σημασία. «Αμπρρρρρ ταΐτααα» φώναζε και συνέχιζε να τον τραβολογάει. Ο Μπαμπαλόνης, μη θέλοντας να δείξει την αδυναμία του, έπαιζε μαζί του προσπαθώντας να κάνει αστείους ελιγμούς πάνω απ’ το κεφάλι του. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως, είχε γεράσει αρκετά κι ο αέρας μέσα του δεν έφτανε για να τον σηκώσει ψηλά.  Έτσι, σε έναν απότομο ελιγμό, έχασε την ισορροπία του και έπεσε φαρδύς πλατύς μέσα σε μια σχισμή, ανάμεσα στον λευκό καναπέ και τον τοίχο του σαλονιού. Όσο κι αν προσπαθούσε ο Μπαμπαλόνης να σηκωθεί, του ήταν αδύνατον. Είχε μείνει ο μισός και ήταν ανήμπορος να βοηθήσει τον εαυτό του. Έμεινε εκεί, μέχρι που νύχτωσε, ακούγοντας τον μικρό Ορέστη να κλαψουρίζει. «Αυτό, θα είναι το πρώτο βράδυ που δε θα σε προσέχω μικρέ μου», σκέφτηκε ο Μπαμπαλόνης κι έγειρε απαλά στο παγωμένο πάτωμα.

Το επόμενο κιόλας πρωί, ο μπαμπάς και η μαμά, κατάλαβαν την μπαλονο-απώλεια και φυσικά το λόγο που ο μικρός είχε γκρίνια. Του έλειπε ο φίλος του κι αυτό δεν μπορούσε να μείνει έτσι. Αφού έψαξαν σχεδόν όλο το σπίτι και αποφάσισαν –όπως κάνουν όλοι οι μεγάλοι- πως άνοιξε η γη και το κατάπιε, πήγαν και έφεραν τρέχοντας ένα ολόιδιο μπαλόνι.
«Να το το μπαλόνι σου!», είπε με ενθουσιασμό η μαμά, καθώς το έδενε στο αφράτο χεράκι του.
«Βρήκαμε το φίλο σου, είναι όλος δικός σου», συμπλήρωσε ο μπαμπάς. Ο Ορέστης κοιτούσε με απορία μια το μπαλόνι και μια τους γονείς του. Ήξερε πως δεν ήταν ο Μπαμπαλόνης του αυτός και απαιτούσε εξηγήσεις. «Ααααααα πρρρ» φώναζε άλλα απάντηση δεν έπαιρνε. Το νέο μπαλόνι, που ήταν αστραφτερό και πολύ φουσκωτό κοίταξε τον μικρό και του συστήθηκε  τυπικά.
«Γεια σου. Είμαι ο Γιομπαλούν και δε θα έπρεπε να είμαι εδώ. Δεν έχω ιδέα από παιδιά και δεν ξέρω να παίζω» είπε, αφήνοντας άφωνο τον Ορέστη. Όχι μόνο δε βρήκε τον φίλο του, άλλα είχε μπροστά του ένα μπαλόνι που δεν ήξερε καν να παίζει.
«Παπιπάπι τάτι τάτα;» ρώτησε ο μικρός σουφρώνοντας τα φρύδια.
«Εγώ θέλω να πετάω ελεύθερος στον ουρανό, να ταξιδέψω τον κόσμο, όχι να νταντεύω μωρά!», του απάντησε ο Γιομπαλούν με ειλικρίνεια και γύρισε προς το παράθυρο.

Ο Ορέστης, ήταν στ’ αλήθεια στεναχωρημένος τις επόμενες ώρες, κάτι το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Γιομπαλούν. Μπορεί να μην ήθελε να παίζει με τα παιδιά, άλλα είχε κι αυτός τις ευαισθησίες του.  
«Έι, μικρέ! Γιατί είσαι θλιμμένος;» τον ρώτησε κάπως πιο τρυφερά.
«Εγκίν γκιν μπουμ μπουμ, πάπα πάτι», του απάντησε εκείνος κρατώντας το κουβερτάκι του. 
«Καταλαβαίνω. Δεν είμαι ό,τι ονειρευόσουν και, κυρίως, ούτε αυτός που ήθελες απλώς εγώ δεν ξέρω να είμαι καλός με τα μωρά. Δε θέλω να είμαι ένα παιχνίδι όπως το προηγούμενο μπαλόνι σου.»
«Τάτι;» τον ρώτησε με τα βλέμμα έτοιμο για δάκρυα.
«Να προσπαθήσω ε; Εντάξει, αλλά για λίγο», του απάντησε πλησιάζοντας προς το μέρος του.
Λίγο αργότερα, η αμηχανία τους είχε σχεδόν εξαφανιστεί και το παιχνίδι ήταν αρκετά ευχάριστο. Δεν έμοιαζε με αυτό του Μπαμπαλόνη, άλλα τουλάχιστον ο Ορέστης περνούσε καλά κι ο Γιομπαλούν ξεχνούσε για λίγο τον εγκλωβισμό του.Κάποια στιγμή μέσ’ στο παιχνίδι, ο αστραφτερός  Γιομπαλούν, αναπήδησε με σκέρτσο στο ταβάνι, βλέποντας το σαλόνι από ψηλά. Ξαφνικά, είδε κάτι να σαλεύει πίσω από τον καναπέ. Με έναν έξυπνο ελιγμό προσγειώθηκε μέσα στη χαραμάδα θέλοντας να δει τι βρίσκεται εκεί. Έκπληκτος και με κομμένη την ανάσα, αντίκρισε πεσμένο στο πάτωμα τον Μπαμπαλόνη. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για κάμποση ώρα μην μπορώντας να πιστέψουν αυτήν την φοβερή σύμπτωση.

«Μπαμπά;» ξεστόμισε πρώτος ο Γιομαπλούν.
«Γιε μου!  Ποιος καλός άνεμος σε έβαλε σ αυτό το σπίτι;» ρώτησε συγκινημένος κι έκανε να τον αγκαλιάσει. Ήταν αρκετά αδύναμος και ο αέρας που του είχε απομείνει, ίσα-ίσα τον βοηθούσε να σταθεί λίγα εκατοστά από το πάτωμα.  
«Έλα μπαμπά, σήκω, εκεί έξω είναι ένα μωρό που σε ζητάει. Του λείπεις και θέλει να παίξετε», είπε στον πατέρα του ο Γιομπαλούν και προσπάθησε να τον σηκώσει.
«Εγώ τελείωσα με τα παιχνίδια γιε μου, τώρα είναι η σειρά σου» τον αποθάρρυνε ο Μπαμπαλόνης.
«Μα μπαμπά, εγώ δε θέλω να είμαι παιχνίδι, θέλω να πετάξω στον ουρανό, να γνωρίσω τον κόσμο», απάντησε με ένταση.
«Ο προορισμός σου είναι να είσαι παιχνίδι, όχι εξερευνητής. Πήγαινε τώρα στον μικρό και μην του πεις πως είμαι εδώ. Πρέπει να με ξεχάσει», τον πρόσταξε αυστηρά.
Ο Γιομπαλούν έφυγε νευριασμένος αφήνοντας τον πατέρα του στο πάτωμα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να στεναχωρηθεί, να πεισμώσει ή να ακούσει τον πατέρα του. Για την ώρα ήταν πολύ θυμωμένος μαζί του και ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει.
«Μα πώς είναι δυνατόν να μην ακούει τι του λέω;» μονολόγησε καθώς προσγειωνόταν στο παρκοκρέβατο του Ορέστη.    

Οι μέρες περνούσαν και τα παιχνίδια όλο και λιγόστευαν μεταξύ τους. Καμιά φορά ο Γιομπαλούν, έριχνε κλεφτές ματιές προς τον πατέρα του, βλέποντας τον να ξεφουσκώνει όλο και περισσότερο, ενώ ο Ορέστης έπαιζε με κάποιο άλλο παιχνίδι. Όσες φορές κι αν είχε προσπαθήσει να τον πλησιάσει, εκείνος δεν έλεγε να αλλάξει γνώμη. Του θύμιζε συνεχώς πως είναι μπαλόνι και ότι δεν μπορεί να νιώθει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Τίποτα δεν είχε βρεθεί να γεφυρώσει τις σχέσεις τους και κυρίως να κάνει τον Μπαμπαλόνη να καταλάβει πως ο γιος του, ήταν κάτι διαφορετικό από τον ίδιο.   Μια αφορμή χρειαζόταν η μοίρα για να τους φέρει κοντά και την δημιούργησε εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, που όλοι η οικογένεια έλειπε από το σπίτι.

            Ο Γιομπαλούν, ανακάλυψε με ενθουσιασμό, πως το παραθυράκι του μπάνιου ήταν ανοιχτό κι έξω του έστεκε ένας καταγάλανος ουρανός που σχεδόν τον άκουγε να του φωνάζει να βγει έξω.
«Αυτό είναι» είπε φωναχτά, «θα το σκάσω απ’ το παράθυρο και θα ταξιδέψω στον κόσμο».
Ήταν στ αλήθεια πολύ χαρούμενος με αυτή την ευκαιρία που δεν σκέφτηκε κανέναν. Ούτε τον μικρό Ορέστη που θα έμενε χωρίς μπαλόνι, ούτε τον πατέρα του που ξεφούσκωνε πίσω από τον καναπέ. Είχε πάρει την απόφαση του ακολουθώντας το όνειρο του.

«Αντίο σπίτι» είπε με σιγουριά και έκανε να πετάξει γρήγορα προς το παράθυρο.
Ο υπερβολικός του ενθουσιασμός όμως, δεν τον άφησε να προσέξει το αγκαθωτό φυτό που βρίσκονταν στο πρεβάζι του παραθύρου, κι έτσι χωρίς να το καταλάβει, ακούμπησε άτσαλα πάνω σε ένα αγκάθι. Η τρύπα που άνοιξε ήταν πολύ μικρή, όμως αρκετή για να του χαλάσει τα σχέδια. Ο αέρας που έβγαινε σε αντίθετη κατεύθυνση από μέσα του, τον έσπρωξε σύντομα στη θέση που είχε πέσει ο Μπαμπαλόνης,  πίσω από τον καναπέ, εκεί που λίγες μέρες πριν, πατέρας και γιος είχαν διαφωνήσει.

Ο Γιομπαλούν πληγωμένος, βρέθηκε δίπλα στον πατέρα του που τον υποδέχτηκε με αγωνία.
«Τι έπαθες γιε μου; Χτύπησες;» ρώτησε προσπαθώντας να δει που ήταν η τρυπούλα.
«Ήθελα να ταξιδέψω πατέρα, μόνο αυτό ήθελα. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω», είπε ο Γιομπαλούν κοιτώντας τον.
«Μη μιλάς γιε μου, εγώ έκανα λάθος που δε σε άκουγα», συμπλήρωσε ο Μπαμπαλόνης που είχε εντοπίσει το σημείο που έφευγε ο αέρας.
«Το μωρό αυτό με χρειαζόταν, δεν έπρεπε να σκεφτώ τον εαυτό μου» συνέχισε με δάκρυα ο Γιομπαλούν.
«Αυτό το μωρό γιε μου, δε θα είναι για πάντα μωρό. Μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει και θα αλλάζει συνήθειες και παιχνίδια, ώσπου κάποια μέρα θα βγει απ’ το παράθυρο και θα πετάξει όπως έκανες κι εσύ», του απάντησε παρηγορώντας τον,«γι αυτό να μην λυπάσαι. Αν εσύ δεν είσαι ευτυχισμένος, δε θα μπορέσεις ποτέ να χαρίσεις ευτυχία. Και για μένα μόνο αυτό μετράει. Να είσαι καλά», είπε ο Μπαμπαλόνης βάζοντας το σώμα του πάνω στο σημείο που δραπέτευσε ο αέρας.
«Μπαμπά τι κάνεις;», ρώτησε ο Γιομπαλούν βλέποντας τον πατέρα του να θυσιάζεται.
«Σου δίνω κομμάτι από το σώμα μου για να κλείσω την πληγή σου και όσο αέρα μου έχει απομείνει για να σου συμπληρώσω ζωή. Έτσι θα μπορέσεις να ταξιδεύεις και να κάνεις το όνειρο σου πραγματικότητα», είπε ο Μπαμπαλόνης, αφήνοντας όλον τον αέρα που του είχε απομείνει να γλιστρήσει μέσα στο γιο του.

Ο Γιομπαλούν κοίταζε τον πατέρα του συγκλονισμένος. Είχε τόσα πράγματα που ήθελε να του πει, όμως δεν είχε προλάβει. Μονάχα του ψιθύρισε απαλά πως τον αγαπάει και πως θα τον έχει πάντα μέσα του. Όρθωσε το ανάστημα του, όπως θα ήθελε και ο πατέρας του, και πέταξε προς το παράθυρο. Μια τελευταία ματιά μέσα στο σπίτι και μια γλυκιά σκέψη αφημένη στο παρκοκρέβατο του Ορέστη, ήταν το «αντίο» του Γιομπαλόυν. Σε δευτερόλεπτα είχε βρεθεί στο μεγάλο γαλάζιο του ουρανού, να ταξιδεύει πάνω στον άνεμο.         

Το επόμενο πρωί ο Ορέστης δε βρήκε κανένα μπαλόνι να τον περιμένει στο παρκοκρέβατο. Κοίταξε για λίγο τριγύρω και σταμάτησε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο του μπάνιου. Αν και δεν ήταν ακόμα σε ηλικία να συνδυάζει καταστάσεις,  κατάλαβε με την βοήθεια της φαντασίας, τι είχε συμβεί και έσκασε ένα συνωμοτικό γελάκι λέγοντας σιγανά στον αέρα.

«Ε τάτι μπουμ μπουμ γιομπαλούν. Ε γκίν γκιν πάπα μαμ, κάκα μπούμ μπουμ», που σήμαινε, «καλό ταξίδι Γιομπαλούν. Μια μέρα θα ακολουθήσω κι εγώ τα όνειρα μου, όπως έκανες κι εσύ. Όχι όμως ακόμα, καλύτερα όταν μεγαλώσω.»

Η μέρα συνέχιζε την τρεχάλα της, καθώς ο Ορέστης δάγκωνε ατάραχος έναν λαστιχένιο αχινό, με φόντο το ανοιχτό παράθυρο, που χώριζε το σπίτι από τον κόσμο. Κάποια μέρα, μια τυχαία αφορμή, θα έφερνε και πάλι τον Μπαμπαλόνη στη ζωή. Για την ώρα, κοιμόταν ήσυχος, πίσω από τον καναπέ.  




Γιώργος Λεμπέσης
280414